Στα ‘70ς. Το βράδυ του Σαββάτου είχε μπάνιο. Και μετά, με το μαλλί βρεγμένο και πλούσιο σαν τη ζωή που ήταν μπροστά μας, είχε ελληνική ταινία. Μερικές φορές με έπαιρνε ο ύπνος οκλαδόν στο χαλί, θα νόμιζες ότι ήμουν γιόγκι σε διαλογισμό. Ακόμα και αν έχανα μερικές σκηνές, τις έβλεπα τη Δευτέρα στο σχολείο, όταν τις ξανάπαιζαν τα παιδιά.
Νομίζω ότι αυτό ψάχνω, μάταια, όταν κάθομαι σήμερα και βλέπω τις ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου. Στην οθόνη γίνεται παρέλαση νεκρών. Βλέπεις τη σκηνή και συνειδητοποιείς ότι δεν ζει κανένας τους. Αλλά και για τους ζωντανούς απορώ πώς να αισθάνονται βλέποντας τον εαυτό τους νέο, όμορφο ακμαίο και ασπρόμαυρο. Τι να σκεφτόταν ο Βουτσάς όταν έβλεπε τον εαυτό του να χορεύει; Τι να λέει η Μάρθα Καραγιάννη όταν βλέπει τη φιγούρα της να λικνίζεται με σκέρτσο;
Πριν από μερικά χρόνια μία δημοσκόπηση προσπάθησε να βρει τον πιο αγαπητό Ελληνα. Ο Κώστας Βουτσάς ήταν πρώτος με μεγάλη διαφορά. Αναρωτήθηκα αν το δείγμα αγαπούσε τον Βουτσά ή αυτό που εξέφραζε. Και τα δύο. Ο Βουτσάς ήταν ένα από τα πρόσωπα που είχε η εποχή της αθωότητάς μας. Και όμως, τίποτα δεν ήταν αθώο, ούτε στην εποχή, ούτε στις ταινίες της. Ο παλιός ελληνικός κινηματογράφος, με τις κωμωδίες και τα δράματα, κυρίως με τις ηθογραφίες του, εξωράιζε μία εποχή σκληρή, γεμάτη φτώχεια, ανισότητες και έντονο το αποτύπωμα της κοινωνικής αδικίας. Εδειχνε μία ελαφριά, ενίοτε και καθαγιασμένη, εκδοχή ενός σκληρού κόσμου. Ήταν, όμως, το παραμύθι που ήθελε ο κόσμος να ακούσει. Για πολλούς δε, ήταν το μοναδικό παράθυρο σε ένα πνιγηρό δωμάτιο. Οι άνθρωποι δεν ήταν ακριβώς πιο αθώοι ή αγνοί. Ήταν λιγότερο μορφωμένοι και περισσότερο αφελείς. Και το star system είχε δομηθεί με πολύ απλά υλικά. Υπήρχαν καλοί και κακοί. Αστείοι και σοβαροί. Μέχρι εκεί.
Ο Βουτσάς έκανε επιτυχία γιατί ήταν κάτι πιο σύνθετο. Ήταν αστείος, αλλά όχι ακριβώς και όμορφος, χωρίς να είναι άσχημος. Κατάφερε να στήσει έναν χαρακτήρα που παρέπεμπε σε καρικατούρα ζεν πρεμιέ, κάτι που πέτυχε με άλλο ύφος και ο Λάμπρος Κωνσταντάρας. Έγινε ο καλοσυνάτος άνθρωπος της διπλανής πόρτας που πάτησε το πόδι του στα χαλιά των σαλονιών. Ο φίλος που ήθελες να έχεις.
Η μακροζωία και το πάθος που είχε για το επάγγελμα, επέτρεψαν σε δύο γενιές Ελλήνων να μεγαλώσουν μαζί του, απέκτησε την ιδιότητα του εθνικού ηθοποιού. Ήταν ένας πρωταγωνιστής που έφερνε τη λάμψη του αστεριού κάτω στη Γη. Ακόμα και η ιδιωτική του ζωή, με προσωπικά δεδομένα προσβάσιμα από όλους, τον έκανε κατά κάποιον τρόπο, μέλος της λαϊκής οικογένειας. Το καλό παιδί εξελίχθηκε σε ισότιμο φίλο, μετά σε άτακτο θείο και στο τέλος σε σκανταλιάρη παππού -όμορφα πράγματα.
Ως επιδραστικός καλλιτέχνης προικίστηκε με τη μοναδική διαθέσιμη εκδοχή της αθανασίας, δηλαδή τη μνήμη που θα μείνει ζωντανή για καιρό ακόμα, για χρόνους πολλούς, για όσο υπάρχουν στον κόσμο άνθρωποι που θα βλέπουν τις παλιές ελληνικές ταινίες. Ασπρόμαυρος ή έγχρωμος, η νιότη και η αθωότητά μας μέσα σε μία ατάκα. Πέθανε πλήρης ημερών και αγαπητός από όλους. Πόσο τυχερός! Όμως η τύχη δεν είναι κάτι που φτιάχνεται από μας τους ίδιους;