Αφήστε για λίγο στην άκρη τη γκρίνια επειδή δεν θα πάτε στο χωριό για Πάσχα. Και προσπαθήστε να φέρετε στο μυαλό σας όλα όσα θα συνέβαιναν αν πηγαίνατε. Είναι αυτά που, χάρη στην πανδημία, δεν θα υποστείτε φέτος
Πρώτα μια γερή γουλιά από το Coca Cola. Τη Zero γιατί η άλλη έχει ζάχαρη και θερμίδες. Και μετά μία βαθιά τζούρα από το στριφτό. Από Δευτέρα θα το ελαττώσεις. Μπα, καλύτερα από Τρίτη γιατί έχεις και ταξίδι. Ο λαιμός πάει προς τα πίσω έτσι ώστε το λίπος στη βάση του να συναντήσει την αρχή της πλάτης. Και ο καπνός, αφού ποτίσει και την τελευταία κυψελίδα των πνευμόνων βγαίνει όπως η φλόγα από το στόμα του δράκου. Θέλει να τραβήξει μαζί του κάτι που είναι ρέψιμο, αναστεναγμός και κραυγή λυκανθρώπου μαζί, αλλά το συγκρατείς. Βάζεις το δεξί χέρι πάνω στην κοιλιά. Την τρίβεις. Δίαιτα από Δευτέρα. Μπα, αργότερα. Δεν μπορείς να περιορίσεις τσιγάρο και φαγητό ταυτόχρονα. Είσαι καθισμένος σε μία πάνινη καρέκλα κήπου. Το δεξί χέρι τώρα πάει προς το στόμα και το μικρό δάχτυλο κατευθύνεται προς τα εκεί που ήταν κάποτε ο πάνω αριστερά φρονιμίτης. Το νύχι ξύνει το ούλο και αφαιρεί κάτι που δεν είσαι σίγουρος αν είναι ιστός αρνιού ή «τρίχα» από κανταΐφι. Η γεύση σε έχει εγκαταλείψει εδώ και ώρα. Η καρδιά ζορίζεται για να στείλει αίμα στο στομάχι που παιδεύεται με τη χώνεψη. Ο εγκέφαλος θέλει να μπει σε sleep mode. Ένα παιδάκι σε κοιτάζει απορημένο. Είναι το ανίψι σου. Αυτό είναι γεμάτο χώματα, εσύ γεμάτος φαγητό. Θέλεις ένα fredo espresso. Καλύτερα σε ορό.
Για σένα το Πάσχα στο χωριό δεν είναι must. Είναι καταναγκασμός. Έγινε έτσι την εποχή των μνημονίων, όταν σου έλεγαν ότι οφείλεις να απολαμβάνεις μέχρι το μεδούλι (του αρνιού) οτιδήποτε επιβεβαιώνει την εθνική μας ταυτότητα. Και αν μη τι άλλο, δεν υπάρχει τίποτα στον κόσμο σαν το ελληνικό Πάσχα. Διότι ως γνωστόν, το Πάσχα στην Ελλάδα δεν είναι, απλώς, μόνο θρησκευτική γιορτή. Εκτός από την Ανάσταση του Κυρίου μας γιορτάζουμε και την ανάσταση της φύσης, την έξοδο από την κλεισούρα του χειμώνα. Αυτό έχει βέβαια και τις αντιφάσεις του. Ας πούμε σφάζουμε δύο εκατομμύρια αμνοερίφια. Όχι πάντα με τον ηθικά και υγειονομικά ενδεδειγμένο τρόπο. Τα ζώα μεταφέρονται βίαια μέσα σε καρότσες, σπρώχνονται προς το λεπίδι, συχνά σφάζονται στο πόδι για να απολαύσουμε το ντόπιο, φρέσκο κρέας. Και μετά το κουφάρι γυρίζει στη σούβλα, ροδοψήνεται, κάνει τραγανή πέτσα που προσφέρεται ως αμοιβή στον ψήστη. Όμορφες εικόνες. Όμως σε έχουμε αφήσει σε μία πάνινη καρέκλα να πίνεις Coca Cola Zero, να καπνίζεις και να κάνεις τις πρώτες σκέψεις για παγωμένο απογευματινό καφέ. Για να φτάσεις ως εκεί, προηγήθηκε μία αλληλουχία πασχαλινών γεγονότων.
Φτάσατε στο χωριό της γυναίκας σου τη Μεγάλη Παρασκευή. Και μόλις που προλάβατε τον Επιτάφιο. Στα βάθη του μυαλού σου είναι στουμπωμένα κάτι κείμενα για την κατάνυξη των ημερών, το σμίξιμο στο προαύλιο της εκκλησίας και, κυρίως, για τα βλέμματα που ανταλλάσσουν τα νιάτα, με κρυφά χαμόγελα και ανομολόγητους πόθους. Και ξέρεις ότι όλα αυτά είναι τόσο ξεπερασμένα όσο και οι καμπάνες στα παντελόνια. Στο προαύλιο της εκκλησίας τα νιάτα είναι προσηλωμένα στα κινητά τους και ποστάρουν στόρι, οι μεγάλοι στέλνουν λάθρες ματιές, κοινώς ξενοκοιτάζουν και κατά την περιφορά λαμβάνουν τη σωστή, χωροταξικά, θέση προκειμένου να απεγκλωβιστούν πρώτοι για να έχουν προτεραιότητα στην παραγγελία. Το Μεγάλο Σάββατο πίνεις καφέ με σόγια. Και λούζεσαι στη βλακεία. Βέβαια για τον ξάδερφο, ο βλάκας είσαι εσύ. Που έχαψες όλη την ιστορία με τον ιό, σκοπεύεις να κάνεις το εμβόλιο, φοράς μάσκα και δέχεσαι να τη σκαπουλάρουν τα λαμόγια οι λοιμωξιολόγοι τώρα που τους δίνουν το ακαταδίωκτο. Ενώ στο χωριό ο ξάδερφος (εντάξει, θα διευκρινίσουμε ότι είναι της συζύγου), είναι λεύτερος. Και το καφενείο λειτουργεί, η μάσκα δεν είναι δα και υποχρεωτική και εν τέλει το αρνί στη σούβλα τα θεραπεύει όλα. Και στρίβοντας ένα δίφυλλο ο ξάδερφος θα σου πει ότι σκέφτεται να γίνει vegan. Με παρένθετο ζώο. Το αρνάκι.
Στο χωριό το «Χριστός Ανέστη» το καταλαβαίνεις από τα γαυγίσματα και τους συναγερμούς που ακολουθούν τις βολές μεσαίου Πυροβολικού, δηλαδή τα βεγγαλικά. Θα φύγεις γρήγορα από την εκκλησία, ακούγοντας τη μουρμούρα της γιαγιάς (της γυναίκας σου, πάντα) για όλους εσάς που δεν είστε αληθινοί χριστιανοί. Στο τραπέζι εσύ θα τσουγκρίζεις αβγά και στην τηλεόραση ο Σπύρος Παπαδόπουλος ποτήρια. Το πρωί θα σηκωθείς νωρίς να βοηθήσεις τον πεθερό που ψήνει. Ο Βασίλης Καρράς θα πιάσει ένα σφυρί και θα σου πολτοποιήσει τα αφτιά. Ο κουμπάρος θα ανοίξει το αρνί με τα χέρια και θα γλύψει τα δάχτυλά του. Η γυναίκα του θα τον παρατηρήσει για τους άξεστους τρόπους. Και θα φάτε σαν να μην υπάρχει αύριο. Και τώρα στην πάνινη καρέκλα του κήπου σκέφτεσαι ποια ώρα είναι η κατάλληλη για να επιστρέψεις. Ευτυχώς, πάντα επιστρέφεις, αλλά συχνά αισθάνεσαι ότι είσαι παγιδευμένος για πάντα εκεί.