Δύο πράγματα μπορούν να συμβαίνουν όταν επιβάλεις φόρο στα αναψυκτικά. Είτε η απελπισία σου αλλάζει δέρμα και γίνεται απόγνωση, είτε η φαντασία σου έχει πνιγεί μέσα στην κατάθλιψη. Στην περίπτωση μας μάλλον ισχύουν και τα δύο.
Η κυβέρνηση υιοθέτησε τελικά την πρόταση για φόρο στα αναψυκτικά. Επίσης αποφάσισε να εξισώσει τη φορολόγηση του πετρελαίου θέρμανσης με τα τέλη στο πετρέλαιο κίνησης. Αυτός είναι ένας επαχθής φόρος. Όμως ο πρώτος είναι ένας απαράδεκτος και γελοίος φόρος. Μπορεί να αποδώσει εισπρακτικά, όμως είναι ασύμφορος πολιτικά. Πρώτον επειδή αναδεικνύει την τραγικότητα του δημοσιονομικού αδιεξόδου. Δηλαδή τι θα φορολογήσουν μετά; Τον φραπέ; Τις τσιχλόφουσκες; Και δεύτερον επειδή μας δείχνει ότι οι αναπτυξιακές πρωτοβουλίες ακόμα και αν υπάρχουν, κολυμπούν σε μία θάλασσα από γκαζόζα που φορολογείται περίπου σαν τη σαμπάνια.
Με όρους καθημερινότητας η κυβέρνηση λειτουργεί υπό το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, ρίχνοντας κλεφτές ματιές προς την τρόικα και ενοχικές προς την κοινωνία. Δεν βλέπει προς το αύριο, κοιτάζει πως θα βγάλει τη νύχτα. Αλλά αυτό δεν είναι πολιτική. Το να αυξήσεις τους φόρους και να μειώσεις τους μισθούς μπορεί να το σκεφτεί και κάποιος που δεν έχει βγάλει το σχολείο, δεν έχει σπουδάσει οικονομικά, δεν έχει πάει καν στο Λονδίνο. Όμως το επιτελείο που διαχειρίζεται τη χώρα σε αυτές τις στιγμές οφείλει να είναι περισσότερο ευρηματικό. Δεν μπορεί. Εδώ και ένα χρόνο η οικονομική πολιτική είναι εξαιρετικά απλή. Κάνει αφαίμαξη παραγωγικών πόρων για την επίτευξη δημοσιονομικής πειθαρχίας. Είναι μία πολιτική που δεν χρειάζεται καν όραμα, αλλά μία καμπούρα για να φορτώνεις χρέη και φόρους. Και όμως, ακόμα και αυτή η πολιτική ελέγχεται για την αποτελεσματικότητα της καθώς βρέθηκε εκτός στόχων αν και τα σημάδια από τα δόντια της βρίσκονται στο λαιμό της χώρας. Με στατιστικούς όρους το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης απέτυχε. Φαίνεται, όμως, ότι απέτυχε και με πολιτικούς.
Κανένας δεν περιμένει να πιάσει δυνατό αναπτυξιακό σφυγμό σε περιβάλλον δημοσιονομικής αναιμίας. Ωστόσο φαίνεται ότι εξαντλούνται ακόμα και τα τελευταία ερείσματα. Το τεχνοκρατικό περιβάλλον μέσα στο οποίο θα επιχειρηθούν οι αποκρατικοποιήσεις είναι τόσο προβληματικό, ώστε οι άνθρωποι που παρακολουθούν τα πράγματα στοιχηματίζουν ανοιχτά υπέρ μίας θεαματικής αποτυχίας. Το ίδιο ισχύει και με την προσέλκυση ξένων επενδύσεων. Παρά τις επίσημες διαβεβαιώσεις η επένδυση του Κατάρ στο Ελληνικό μετράει πλέον τις πιθανότητες εναντίον της. Με την επιχειρηματικότητα να συμπιέζεται και το αναπτυξιακό περιβάλλον να μην υπάρχει ούτε εντός δοκιμαστικού σωλήνα, η οικονομία δεν έχει να ελπίζει στην Ανοιξη. Ακόμα και αν υπάρχει χρόνος, δεν υπάρχουν πλέον οι αντοχές. Η κυβέρνηση σπατάλησε το μεγαλύτερο πολιτικό κεφάλαιο της προίκας της, τη διάθεση ενός μεγάλου κομματιού της κοινωνίας για αποφασιστικές αλλαγές. Τώρα η διάθεση αυτή μετατράπηκε σε κόπωση. Και σε λίγο θα γίνει πραγματική οργή.