O Αλέξης Τσίπρας είπε στη Wall Street Journal ότι η διαγραφή ελληνικού χρέους θα ανοίξει τον δρόμο για την επιστροφή στις αγορές. Δεν το είπε, βέβαια, μόνο εκει. Το λέει παντού. Από το βήμα των Ηνωμένων Εθνών ως την καρέκλα με τα καρφιά, δίπλα στον πρόεδρο Κλίντον. Η διαγραφή του χρέους είναι, πλέον, ο εθνικός στόχος. Κάποτε είχαμε την ΟΝΕ, τους Ολυμπιακούς Αγώνες, τώρα το λάβαρο έχει μηδενικά με μία γραμμή διαγραφής από πάνω. Ως στόχος βολεύει ιδεολογικά και εξυπηρετεί δύσκολες πολιτικές καταστάσεις. Λίγο ως πολύ, η διαγραφή του χρέους για την κυβέρνηση είναι όπως ή Επανάσταση για το ΚΚΕ: σου δίνει ηθικά ερείσματα, αλλά ποτέ δεν είναι ο κατάλληλος χρόνος. Και ο Τσίπρας, άλλωστε, γνωρίζει ότι άμεση διαγραφή χρέους δεν πρόκειται να μας δώσουν ποτέ -αλήθεια, ο ελληνικός λαός θα δεχόταν να χαρίσουμε χρήματα που μας οφείλει άλλη χώρα; Επιμήκυνση και βολικά επιτόκια θα πέσουν στο τραπέζι, κανένας, όμως, δεν θα κουρέψει μηδενικά. Δεν είναι αυτό το θέμα μας. Το θέμα μας είναι οι αγορές που, όπως λέει ο πρωθυπουργός, θα ανοίξουν πορτοφόλια έτσι και μας δουν μπροστά τους με μικρότερο χρέος στην καμπούρα μας. Κουταμάρες. Νομίζετε ότι το πρόβλημα των αγορών ήταν ακριβώς το μη βιώσιμο ελληνικό χρέος; Όχι, δεν ήταν αυτό. Οι αγορές σταμάτησαν να μας δανείζουν όταν διέκριναν τον κίνδυνο να μην πάρουν πίσω τα λεφτά τους. Κοινώς όταν κατάλαβαν το μέγεθος της διαχειριστικής μας ανεπάρκειας. Και άλλες χώρες έχουν δυσθεώρητο χρέος. Όμως έχουν πρόσβαση στις αγορές ως αξιόπιστος εταίρος. Εμείς, απλώς, δεν μπορούμε να διεκδικήσουμε ούτε αξιοπιστία, ούτε εμπιστοσύνη. Πιθανότατα επειδή δεν μπορούμε να αποφασίσουμε και τι ακριβώς θέλουμε.
Σύμφωνα με το πρωθυπουργικό περιβάλλον, ο Αλέξης Τσίπρας έφυγε απολύτως ικανοποιημένος από την εκδήλωση με τον Κλίντον. Ο ίδιος εκτιμά ότι «τα πήγε καλά» αφού, εκτός των άλλων, παρουσίασε για άλλη μια φορά, ενώπιον διεθνούς ακροατηρίου, το αίτημα για διαγραφή του ελληνικού χρέους. Πιθανότατα αυτό θα το εκτιμήσει το εγχώριο ακροατήριο. Αν μάλιστα έχωνε στον Κλίντον και κανένα υπονοούμενο περί παγκόσμιας ειρήνης, θα διαβάζαμε και άρθρα για το σθένος του. Μόνο που η Γιάννα Αγγελοπούλου δεν του διοργάνωσε το event για να πει τον πόνο μας για το χρέος, αλλά μήπως και τσιμπήσει κανένας επιχειρηματίας. Άδικος κόπος. Και ο Μεϊμαράκης να ήταν, τα ίδια θα έλεγε. Μόνο ο ΓΑΠ θα το έπαιρνε κάπως διαφορετικά, αναπαράγοντας αυτά που συνήθως ακούγονται σε τέτοιες αίθουσες. Όμως όποιος ενδιαφέρεται να επενδύσει στην Ελλάδα, δεν περιμένει να ακούσει τον πρωθυπουργό που λέει ότι η χώρα απαιτεί και λεφτά κάτω από το τραπέζι. Το ξέρει από μόνος του. Οι επενδύσεις δεν έρχονται ακολουθώντας τα λόγια. Οι επενδύσεις ανταποκρίνονται σε πράξεις. Και σήμερα, τα μόνα χρήματα που μπορεί να ρίξει ξένος επενδυτής στην Ελλάδα, είναι κέρματα σε αυτόματο πωλητή αναψυκτικών.
Στην πατρίδα μας ο μηχανισμός προσέλκυσης και εξυπηρέτησης ξένων επενδύσεων θυμίζει τουριστικές υποδομές στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού. Ασφαλώς και μπορούσες να πας διακοπές στην Κριμαία, αλλά από το να κυνηγάς κατσαρίδες στο δωμάτιο, καλύτερα να κυνηγάς τον έρωτα στην Ισπανία. Στην πραγματικότητα δεν θέλουμε ξένες επενδύσεις στην Ελλάδα. Η Αριστερά, ας πούμε, τις αντιμετωπίζει με μία αμήχανη ιδεοληψία -μη ξεχνάμε ότι πριν από μερικούς μήνες οι επενδύσεις ήταν, σε μεγάλο βαθμό, αρμοδιότητα του Παναγιώτη Λαφαζάνη. Κάπως έτσι, μπορεί το πρωί ο υπουργός να συνομιλεί με έναν επενδυτή και το βράδυ να λέει στο κομματικό ακροατήριο ότι δεν θα επιτρέψει το ξεπούλημα. Ε, ο άλλος δεν είναι ηλίθιος. Αλλά ακόμα και με κυβερνήσεις που, υποτίθεται, κόπτονται για την προσέλκυση επενδύσεων, τα πράγματα δεν είναι διαφορετικά. Η γραφειοκρατία και η διαφθορά βάζουν τρικλοποδιές με τα πλοκάμια τους, ενώ πάντα θα βρεθεί κάποιος να προσφύγει στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Γιατί να μπλέξει ο άλλος εδώ; Για τον ήλιο, το τοπίο και το υπέροχο εργατικό δυναμικό; Έχει και αλλού. Στην Ελλάδα εδώ και δεκαετίες η έννοια της επιχειρηματικότητας έχει, ούτως ή άλλως, δυσφημιστεί. Θυμηθείτε μόνο πόσο αρνητικά φορτισμένος είναι κάθε τίτλος που αρχίζει από το «Σε ιδιώτες…»
Το πρόβλημα, βέβαια, είναι μεγαλύτερο. Έχει να κάνει με τις υπαρξιακές αντιλήψεις μας και την αίσθηση που διατηρούμε για το εθνικά εφικτό και ηθικά δίκαιο. Τι περιμένουμε ως χώρα; Να μας διαγράψουν το χρέος, στη συνέχεια να μας δανείσουν με καλά επιτόκια, να έρθουν να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας. Και στεκόμαστε στην άκρη του βράχου, κοιτάζοντας τη φουρτουνιασμένη θάλασσα, περιμένοντας να έρθει η ανάπτυξη. Θα έρθει, λέει, το 2016, δεν διευκρίνισε μέρα.