Πριν από λίγα καλοκαίρια σε νησί των Κυκλάδων εμφανίστηκε ζεύγος εφοριακών. Με το που κατέβηκαν από το πλοίο όρμηξαν σε ένα καφέ στο λιμάνι. Εκαναν σύντομο έλεγχο, δεν κατέγραψαν καμία παράβαση και αποχώρησαν. Ο ιδιοκτήτης του καφέ άρπαξε το κινητό και μπήκε στο γκρουπ που διατηρούν οι επαγγελματίες του νησιού στο Facebook. Και έριξε το σύρμα. Οι ταμειακές μηχανές ξεκίνησαν να τραγουδούν. Και όλα τα «χαλασμένα» POS τέθηκαν σε λειτουργία. Οι «μαύροι» εργαζόμενοι κρύφτηκαν. Η τάξη και η νομιμότητα σκέπασαν το νησί.
Στο μεταξύ οι εφοριακοί πήγαν στη Χώρα. Αραξαν σε ένα καφέ. Μετά πήγαν για φαγητό. Δεν έκαναν απολύτως κανένα έλεγχο. Και έφυγαν νωρίς το απόγευμα, φροντίζοντας να τους δει ο καφετζής που συνάντησαν το πρωί. Ο καφετζής έγραψε στο γκρουπ ότι ο κίνδυνος πέρασε, ο εχθρός έφυγε. Ωστόσο επέστρεψε μετά από μερικές μέρες. Και πήρε τα μαγαζιά στη σειρά. Το πρώτο πράγμα που ζητούσε να δει ήταν ο τζίρος που έκανε το κατάστημα την ημέρα της πρώτης επίσκεψης, όταν, δηλαδή, ο επιχειρηματίας γνώριζε ότι η Εφορία κυκλοφορούσε στο νησί. Το θήραμα είχε δαγκώσει το δόλωμα. Η διαφορά σε σχέση με όλες τις άλλες μέρες ήταν τεράστια. Το ίδιο και τα χαμόγελα των εφοριακών, όταν ζητούσαν από τους καταστηματάρχες να τους εξηγήσουν τον λόγο της μεγάλης απόκλισης στα έσοδα. Πώς γίνεται όταν βρίσκεται η Εφορία στο νησί να κάνεις διπλάσιο και τριπλάσιο τζίρο σε σχέση με τις άλλες μέρες;
Καλό κόλπο. Αλλά τριτοκοσμικό. Και στην ουσία του αναποτελεσματικό. Μπορεί οι γάτες να έπιασαν μερικά ποντίκια, όμως την ίδια στιγμή χιλιάδες άλλα ροκάνιζαν ανέμελα το τυρί τους.
Από τη ΔΕΘ ο Πρωθυπουργός μας υποσχέθηκε ότι όλο αυτό σύντομα θα τελειώσει. Αλλά άφησε πίσω του δύο ερωτήματα. Το πρώτο αφορά τον τρόπο με τον οποίο θα συμβεί. Και το δεύτερο, την πολιτική διαχείριση. Διότι όταν στην Ελλάδα μιλάμε για πάταξη της φοροδιαφυγής, δεν εννοούμε ακριβώς τον εντοπισμό και τη σύλληψη φορολογητέας ύλης, αλλά μιλάμε για σύγκρουση με ένα τεράστιο και παραγωγικό κομμάτι της κοινωνίας. Και όταν συμβαίνει αυτό, όσα κερδίζεις σε ευρώ μπορεί να τα χάσεις σε ψήφους.
Προσέξτε. Σήμερα ο μέσος ηλεκτρολόγος και ο μέσος υδραυλικός δηλώνουν εισόδημα λιγότερα από δέκα χιλιάρικα τον χρόνο. Μια κομμώτρια, με δικό της κατάστημα, πέφτει κάτω από το πεντοχίλιαρο. Και ένας οδηγός ταξί τη βγάζει με τρία κατοστάρικα τον μήνα. Και αν επιστρέψουμε στο νησί, θα βρούμε ανθρώπους που δεν υπάρχουν για την Εφορία, δηλώνουν μηδενικό εισόδημα ή τα ελάχιστα που είναι απαραίτητα για να μπουν στο Ταμείο Ανεργίας. Μετά εσύ διαβάζεις ότι το 19% των Ελλήνων ζει κοντά στο όριο της φτώχειας. Και το βράδυ δεν μπορείς να βρεις τραπέζι ούτε σε ουζερί.
Πιάνονται όλοι αυτοί; Οχι. Ακόμα και αν περιορίσεις, που λέει ο λόγος, τον αριθμό των ΑΤΜ (θα ήταν μία κάποια λύση…), ο συμπαθητικός μάστορας που έρχεται στο σπίτι θα σου βάζει ευθέως το δίλημμα: με ή χωρίς ΦΠΑ;
Παλαιότερα είχαμε τα αντικειμενικά κριτήρια που όριζαν ότι αν έχεις κομμωτήριο στο Κολωνάκι δεν μπορείς να δηλώνεις ετήσιο εισόδημα κάτι λίγα χιλιάρικα. Αυτά δεν πρόκειται να επανέλθουν γιατί θα γίνει επανάσταση. Συζητείται να αυξηθεί ο φορολογικός συντελεστής για τους ελεύθερους επαγγελματίες. Εντάξει, θα τους πάρουν μερικά ευρώ΄ παραπάνω. Και οι ταμειακές μηχανές θα συνδεθούν με τα POS. Σωστό, αν και ο μάστορας που θα έρθει να σου φτιάξει το κλιματιστικό δεν έχει τίποτα από τα δύο. Τι μένει, λοιπόν; Μία χαριτωμένη προσπάθεια του κράτους να περπατήσει, σαν μπαλαρίνα, στις μύτες των ποδιών, πάνω στη λεπτή γραμμή που χωρίζει την αύξηση των φορολογικών εσόδων από την αύξηση του πολιτικού κόστους. Κοινώς να πάρει κάποια χρήματα, χωρίς να προκαλέσει μεγάλη αύξηση του δείκτη δυσαρέσκειας. Κλέβουν όλοι. Ας κλέψουν λιγότερο. Το κράτος θα βάλει περισσότερα λεφτά στο ταμείο, οι συνεπείς φορολογούμενοι θα αισθανθούν λιγότερο κορόιδα και ο καφές στο νησί θα πάει στα πέντε ευρώ χωρίς απόδειξη. Μια χαρά.