Αν ο Γιώργος Λάνθιμος παρακολουθεί τη φρικώδη υπόθεση με το ζεύγος των αστυνομικών, είναι πολύ πιθανό να εντάξει τον «Κυνόδοντα» στις παιδικές ταινίες. Διότι μπορεί το σενάριο του Ευθύμη Φιλίππου να περιέχει ακραία διαστροφή και κακοποίηση παιδιών, πλην όμως στην περίπτωση των αστυνομικών η ζωή έγραψε κάτι αδιανόητο. Και προσέξτε: το περιεχόμενο της δηλητηριώδους ιστορίας διεγείρει τους σιεολογόνους αδένες της πρωινής τηλεόρασης, ωστόσο είναι ανείπωτο για τους κανονικούς ανθρώπους καθώς υπερβαίνει τα ανεκτά όρια της φρίκης. Ο Φρόιντ σε μία επιστολή του προς την Αννα Βοναπάρτη γράφει ότι ο πολιτισμός μας στηρίζεται επάνω σε δύο ταμπού: της αιμομιξίας και του κανιβαλισμού. Και εδώ απαντώνται και τα δύο. Ο δε κανιβαλισμός τελείται ψυχικά.
Είναι πολλά τα ερωτήματα που οικοδομούνται πάνω σε δύο πυλώνες. Ο πρώτος πυλώνας αφορά την υπηρεσιακή μεταχείριση του αστυνομικού. Ενας άνθρωπος που έχει διαγνωστεί με ψύχωση, ελέγχθηκε για βίαιη συμπεριφορά και, ευτυχώς, του αφαιρέθηκε το όπλο. Ομως βρέθηκε να υπηρετεί στη Βουλή, διατηρώντας την ιδιότητα του αστυνομικού. Και είναι προφανές ότι απολαμβάνει ένα είδος υπηρεσιακής προστασίας. Αλλος στη θέση του θα ήταν στη ΓΑΔΑ. Αυτός βρέθηκε στο Ψυχιατρείο, μαζί με το κινητό του τηλέφωνο. Ασφαλώς η ψυχική νόσος δεν στοιχειοθετεί λόγο απόταξης, όπως σημείωσαν κάποιοι εν θερμώ. Η λογική, σε αυτές τις περιπτώσεις, επιτάσσει μετάταξη σε άλλη υπηρεσία του Δημοσίου. Η Βουλή ήταν, στην κυριολεξία, ο πλέον ακατάλληλος υπηρεσιακός προορισμός. Ο δεύτερος πυλώνας ερωτημάτων αφορά τον περίγυρο αυτής της οικογένειας. Ας αφήσουμε στην άκρη τη σύζυγο καθώς, προς το παρόν, δεν είναι διακριτός ο ρόλος της ανάμεσα στο θύμα και στον θύτη. Γύρω από κάθε οικογένεια υπάρχουν συγγενείς, φίλοι, δάσκαλοι, φροντιστές, συναναστροφές των παιδιών. Πώς είναι δυνατόν κανένας να μην αντιλήφθηκε κάτι; Μία καθηγήτρια της κόρης σοκαρίστηκε όταν διάβασε την αφήγηση του κοριτσιού σε σχολική έκθεση. Φώναξε τη μητέρα στο σχολείο. Εκείνη είπε ότι το κορίτσι ψεύδεται. Και δέχθηκε τηλεφώνημα από την Αστυνομία, προφανώς από τον πατέρα, που της ζητούσε να εγκαταλείψει την υπόθεση. Και εκείνη το έκανε. Το πιθανότερο είναι ότι αρκετοί από το περιβάλλον της οικογένειας γνώριζαν ότι κάτι δεν πάει καλά. Είναι και οι συγγενείς που κάτι υποψιάζονται, αλλά δεν θέλουν να το πιστέψουν, αρνούνται την εμπλοκή, ανησυχούν μήπως η ντροπή σημαδέψει και τους ίδιους. Ετσι, λοιπόν, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μία αδιέξοδη διαπίστωση: ένα παιδί που μεγαλώνει σε περιβάλλον με ψυχοπαθητική επιρροή είναι εντελώς αβοήθητο, στέκει σαν στάχυ στον άνεμο. Δεν υπάρχει καμία πρόνοια. Και είναι εξαιρετικά πιθανό, όταν σηκωθεί το σεντόνι και αποκαλυφθεί η φρίκη, να συνεχίσει έτσι. Χωρίς ψυχοθεραπείες που θα καλύπτονται από κοινωνικές δομές και συνεχή φροντίδα από το κράτος. Συχνά δε, αυτά τα παιδιά, που μπορεί να τα γνωρίσαμε ως θύματα, τα βρίσκουμε στο μέλλον μπροστά μας ως θύτες καθώς επαναλαμβάνουν το τραγικό μοτίβο της ζωής τους.
Για αυτό θα ήταν χρήσιμο και παιδευτικό, να στρέφουμε το βλέμμα μας και προς το παρελθόν του θύτη. Οχι, φυσικά, για να του αναγνωρίσουμε ελαφρυντικά. Ο ψυχοπαθητικός γνωρίζει τη βαρύτητα των πράξεων του και την απαξία που επισύρουν, δεν μπορεί να οχυρωθεί πίσω από τη νόσο. Ωστόσο αν μαθαίνουμε, ως κοινωνία, τους μηχανισμούς που γέννησαν και εξέθρεψαν αυτά τα τέρατα, ενδεχομένως κάποιοι από μας να γίνουν πιο προσεκτικοί, διακρίνοντας τις παθογένειες εν τη γενέσει τους. Κοιτάζουμε το τέρας κατάματα, αλλά δεν το ακούμε. Δεν ψηλαφίζουμε το παρελθόν ούτε ανασυνθέτουμε την ιστορία της ζωής του προκειμένου να καταλάβουμε πώς φυτεύτηκε ο σπόρος του κακού. Κάποιοι ειδικοί επιστήμονες θα το κάνουν. Αλλωστε πάνω σε αντίστοιχες υποθέσεις γράφεις ανακοινώσεις για επιστημονικό συνέδριο. Ομως τέτοια θέματα δεν είναι πλέον ειδικά. Είναι ευρύτερου κοινωνικού ενδιαφέροντος, πλην όμως προσεγγίζονται επιδερμικά, μετατρέπονται σε μίνι σειρές που διαρκούν λίγες εβδομάδες, μέχρι την επόμενη ανάδυση της φρίκης. Και επειδή αυτές οι ιστορίες είναι αρκούντως τρομακτικές, δεν αφήνουν περιθώρια σε μία ευρύτερη συζήτηση για την καχεξία στην αντιμετώπιση θεμάτων ψυχικής υγείας. Υπάρχει πόνος και αρρώστια εκεί έξω. Και εμείς φοβόμαστε να αντιμετωπίσουμε τα φαντάσματα. Καταπίνουμε Xanax για να κοιμόμαστε ήσυχοι, κρατώντας τον εφιάλτη μακριά από τον ύπνο μας.