Είσαι επάνω σε ένα διάδρομο γυμναστικής. Κάνεις δέκα χιλιόμετρα. Τελειώνεις ιδρωμένος, ξέπνοος. Και ακριβώς στο ίδιο σημείο. Έτρεξες τόσα χιλιόμετρα, αλλά δεν πήγες πουθενά. Είναι η ζωή μας τους τελευταίους μήνες. Εντάξει, μπορείς να το δεις και αισιόδοξα, να πεις ότι πάνω στον κυλιόμενο ιμάντα βρίσκονται μέρες και εβδομάδες. Κάθε εικοσιτετράωρο η μέρα μεγαλώνει κατά ένα λεπτό. Σε 49 μέρες έρχεται η άνοιξη. Τον άλλο μήνα γυρίζουμε στη θερινή ώρα.
Βλακείες, θα μου πείτε. Και θα συμφωνήσω. Αλλά από κάπου δεν πρέπει να πιαστείς; Αν ήταν ανοιχτά τα μπαρ θα τη βγάζαμε κάπως καλύτερα. Και μου κάνει εντύπωση που δεν το λέει, δεν το γράφει κανείς. Ναι, βέβαια, είναι η οικονομική διάσταση του θέματος και το μακελειό που αναμένεται στην εστίαση. Γράφουμε για τα σχολεία, τα καταστήματα λιανικού εμπορίου και τα κομμωτήρια, αναγνωρίζοντας τις ευεργετικές επιπτώσεις του καλλωπισμού στη ψυχική υγεία. Όμως κανένας δεν λέει κουβέντα για τα μπαρ και τη ρυθμιστική επίδραση τους στον προσωπικό ψυχισμό.
Στον προσχηματικό κόσμο της δημόσιας σφαίρας τα μπαρ δεν αναγνωρίζονται ως κάτι κρίσιμο και ουσιώδες για την εύρυθμη κοινωνική λειτουργία. Θεωρούνται κάτι δευτερεύον, μία πολυτέλεια που μπορείς να στερηθείς, κάτι που, τέλος πάντων, δεν έχει και τόση σημασία. «Εδώ προσπαθούμε να ανοίξουμε τα σχολεία και εσύ μας μιλάς για τα μπαρ;» Ω, ναι! Γιατί αν κοιτάξεις τις νύχτες, θα καταλάβεις και τι μέρες θα σου γεννήσουν. Δεν είναι μόνο το σμίξιμο της παρέας που σκόρπισε και βρίσκεται στη ζούλα πάνω σε παγκάκια, μέσα σε πάρκα με παιδάκια που τσιρίζουν. Είναι και οι φωνές των ξένων. Και τα απενοχοποιημένα βλέμματα. Δεν ξέρεις ποια είναι. Ούτε και θέλεις να μάθεις. Όμως κάθεσαι, ανάμεσα στην αφαίρεση και στην ονειροπόληση, χαζεύεις τα δάχτυλα της να στρίβουν τσιγάρο, ακολουθείς το χέρι καθώς το φέρνει στο στόμα της και μετά παίρνεις στο κατόπι τον καπνό καθώς ανεβαίνει προς τα πάνω. Το ζώδιο της εβδομάδας, λοιπόν, είναι απλό, λιτό και περιεκτικό. Δεν θα ανοίξουν τα μπαρ. Και αν το ξέρεις αυτό, τότε τα ξέρεις όλα.