Eίναι 05:50 το πρωί. Θερμοκρασία 25 βαθμών και η μέρα έχει στην άκρη άλλους 15 για να φορτώσει στο θερμόμετρο. Και βγαίνω για να υπηρετήσω τον καταναγκασμό των 10.000 βημάτων. Γιατί δεν είναι να παίζεις με αυτά τα πράγματα. Κάποια στιγμή, μέσα στη μέρα, το κινητό θα μου θυμίσει ότι χρειάζομαι άλλες 300 θερμίδες για να πιάσω τον στόχο μου. Και αν δεν τον πιάσω εγώ, θα με πιάσει εκείνος από το λαιμό για να με πνίξει στις τύψεις. Δεν περπατάω για λόγους υγείας, μήτε ευεξίας. Κάθε μέρα βαδίζω προς την 31η Δεκεμβρίου, ημέρα κατά την οποία στην οθόνη θα εμφανιστούν πυροτεχνήματα και κόκκινες κορδέλες. Κατά μέσο όρο θα έχω περπατήσει 7 χιλιόμετρα ημερησίως. Και θα έρθει ο μαραθωνοδρόμος Παντελής Καψής να υποβάλει τα σέβη του. Χωρίς μια μπουκιά στο στόμα, με τα χείλη στεγνά από καφέ και τα ακουστικά στα αφτιά, βγαίνω στο δρόμο.
Το φως έχει απλωθεί πάνω από την πόλη και η ζέστη ετοιμάζεται να της χυμήξει. Και εμείς, οι πρωινοί περιπατητές, ανεβάζουμε ταχύτητα. Είμαστε σαν βρυκόλακες που τρέχουν μην τους πιάσει η μέρα. Ομως ανήκουμε σε διαφορετικές φυλές. Οι μεσήλικες που προσπαθούν να πιάσουν ρυθμό αθλητή του βάδην. Κοιτάζουν πίσω, βλέπουν το έμφραγμα που τους πήρε στο κατόπι και επιταχύνουν. Κάτι πιτσιρικάδες με καλοσχηματισμένους κοιλιακούς και μπράτσα αρχαίου αγάλματος που δεν φοβούνται το φθονερό, το κακό μάτι της ζήλιας και τρέχουν ημίγυμνοι. Και αναρωτιέμαι τι είναι αυτό που σε κάνει στα 25 σου να τρέχεις σαν τον τρελό όταν οι συνομήλικοι σου κοιμούνται σαν μωρά στη θερμοκοιτίδα της νιότης τους. Είναι, άραγε, αυταρέσκεια; Μία ναρκισσιστική σχέση με το κάλλος και τη σωματική ρώμη; Μήπως αποταμίευση δυνάμεων που θα τις ξοδέψουν στο μέλλον; Βλέπω και κάτι κοπελιές με κολάν και κοντό μπλουζάκι που αφήνει έξω την κοιλιά. Το κινητό είναι μέσα σε θήκη που τοποθετείται στο δεξί μπράτσο αν και τώρα τελευταία παρατηρώ ότι όλο και περισσότερες φορούν έξυπνο ρολόι. Τα μαλλιά είναι σε κοτσίδα, πιασμένη με χρωματιστό λαστιχάκι. Κοιτάζουν μπροστά, σαν άλογα που καλπάζουν με παρωπίδες, αλλά η οξυμένη πλευρική τους όραση μαζεύει κάτι από τα βλέμματα των αρσενικών, ενώ το ανεπτυγμένο ένστικτο που διαθέτουν τις ενημερώνει για τα μάτια που βλέπουν το κολάν να τεντώνει πάνω στους γλουτούς. Εχουμε και ηλικιωμένους στην αμίλητη παρέα μας. Με καφέ φαρδιά βερμούδα, άσπρη κάλτσα μέσα στο πάνινο παπούτσι, ενίοτε και με λευκό κασκορσέ. Αυτοί δεν έχουν ακουστικά στα αφτιά. Λογικό γιατί από μία ηλικία και μετά αυτά που σου λέει ο εαυτός σου είναι απείρως πιο ενδιαφέροντα από εκείνα του πρωινού εκφωνητή. Γιατί το περπάτημα είναι ο καλύτερος τρόπος για να βάλεις τις σκέψεις σε μία σειρά. Εγώ, ας πούμε, γράφω, στο μυαλό μου, την ώρα που περπατάω. Υποθέτω θα το έχετε καταλάβει: τα κομμάτια που διαβάζετε έχουν γραφτεί, κυριολεκτικά, με τα πόδια.
Και έτσι κάθε μέρα, οι ίδιοι άνθρωποι τριγυρίζουμε στους ίδιους δρόμους σαν δορυφόροι που περιστρέφονται σε τροχιά γύρω από τη Γη. Είμαστε μόνοι και αμίλητοι. Για πολλούς από μας είναι οι μοναδικές στιγμές που μένουμε μόνοι με τον εαυτό μας. Αυτό συμβαίνει στο περπάτημα και στο μποτιλιάρισμα. Σε πλήρη κίνηση ή απόλυτη ακινησία. Δεν είναι πάντα ευχάριστο. Ούτε χρήσιμο. Γιατί μπορεί από δίπλα να περπατάει ο εαυτός σου που ζητάει εξηγήσεις, ένας φόβος που έχει ρίξει γάντζο και δεν λέει να ξεκολλήσει, το άγχος για μία μέρα που μόλις ξεκίνησε και ενδέχεται να αποδειχθεί ατελείωτη. Ομως το πρωινό περπάτημα σου προσφέρει και κάτι σπουδαίο. Αισθάνεσαι ότι οι δρόμοι σου ανήκουν, είσαι σχεδόν μόνος. Ακούς τα κλιματιστικά από τα μπαλκόνια και λες ότι η πόλη ροχαλίζει. Αλλά όσο και αν ακροπατήσεις, αυτή πάντα ξυπνάει.