Στο ERTFLIX προβάλλεται το θρυλικό ντοκιμαντέρ του Λάκη Παπαστάθη για τον Διονύση Σαββόπουλο. Γυρίστηκε το 1974 και λειτουργεί ως χρονομηχανή μεταφοράς σε άλλο σύμπαν. Δεν πρόκειται ακριβώς για ντοκιμαντέρ. Είναι μάλλον σπουδή πάνω στο Σαββόπουλο, εξερεύνηση μίας καινούργιας χώρας που αναδύθηκε μέσα από το Νέο Κύμα. Και επειδή έχει πολλά εξωτερικά γυρίσματα στο κέντρο της Αθήνας, διαπιστώνεις ότι ακόμα και αν αναγνωρίζεις τα σημεία, ακόμα και αν τα κτίρια στέκουν όπως ήταν, πρόκειται για μία εντελώς διαφορετική πόλη.
Ο Παπαστάθης έχει καταγράψει μία ιερή στιγμή της πολιτισμικής μας ιστορίας. Ο Σαββόπουλος και η Μπέλου προβάρουν και εν συνεχεία να ηχογραφούν το «Ζεϊμπέκικο», πιο γνωστό ως «Με αεροπλάνα και βαπόρια». Οταν είδα τη σκηνή αισθάνθηκα την ανάγκη σταυροκοπηθώ. Βλέπεις τη Μπέλου, καλυμμένη από την αχλή του μύθου της και αναρωτιέσαι αν πράγματι υπήρξε. Και καθώς το φιλμ είναι ασπρόμαυρο, νομίζεις ότι αυτές οι μορφές δεν υπήρξαν ποτέ σε έναν κόσμο με χρώματα. Ο δε Σαββόπουλος είναι ίδιος. Ηταν Σαββόπουλος από τότε.
Στο τέλος της προβολής γεννήθηκε μέσα μου το ερώτημα που σήμερα μοιράζομαι μαζί σας. Βρισκόμαστε πενήντα χρόνια πιο κάτω στη γραμμή του χρόνου. Είναι 2075. Ποιο πρόσωπο από τις μέρες που ζούμε τώρα θα μπορούσε να διεκδικήσει ρόλο Σαββόπουλου σε εκείνον τον κόσμο; Να το εξηγήσω καλύτερα και να το θέσω πιο σφαιρικά. Στη σύγχρονη πολιτισμική μας ταυτότητα παραμένει έντονο το αποτύπωμα δημιουργών που κατέθεσαν έργο και ψυχή πριν μισό αιώνα, ίσως και περισσότερο. Καλλιτεχνικά ο Θεοδωράκης και ο Χατζιδάκης βρίσκονται εν ζωή και μάλιστα με όλο το σφρίγος της νιότης τους. Ο Ξαρχάκος παρουσιάζει το «Ρεμπέτικο» 42 χρόνια μετά την κυκλοφορία του. Ο Σαββόπουλος έχει μεγαλώσει δυο γενιές και μάλιστα τις προσκαλεί σε μεγάλη συναυλία στο Terra Vibe. Είναι μεγάλη η σειρά και δεν θα την επιμηκύνω γιατί όλο και κάποιος θα μείνει έξω. Το ερώτημα, λοιπόν, που σας απευθύνω, είναι το εξής: υπάρχουν σήμερα ανάμεσα μας πρόσωπα με καλλιτεχνικό και δημιουργικό στίγμα που θα είναι έντονο και διακριτό μετά από πενήντα χρόνια;
Ψάχνω αγωνιωδώς για μία θετική απάντηση, αλλά ζορίζομαι, δεν μπορώ να τη βρω. Δεν φαντάζομαι κανέναν από τους σημερινούς δημιουργούς να στέκεται άφθαρτος και συνάμα ώριμος, όπως ο Σαββόπουλος, στο κλείσιμο του αιώνα. Εδώ θα πεταχτεί ένας πιτσιρικάς και θα παρατηρήσει ότι αυτή είναι μία συζήτηση που δεν με αφορά, θα απουσιάζω. Η απόφαση ανήκει στους νεότερους. Καμία αντίρρηση. Ομως από όποια πλευρά και αν προσεγγίσεις το θέμα, δεν γίνεται να μη διακρίνεις την ανισορροπία στη σύγκριση. Οσο επιεικής και αν είσαι στην κρίση σου, δεν θα βρεις κάποιον για να τον τοποθετήσεις δίπλα σε αυτούς που μας μεγάλωσαν. Οχι, δεν φταίει το κοντόφθαλμο των απερχόμενων γενιών που δεν μπορούν να δουν πέρα από τα χρόνια τους. Η παρατήρηση είναι αντικειμενική. Η Μούσα δεν είναι τόσο γόνιμη στις μέρες μας και τα παιδιά της δεν θα αντέξουν στο χρόνο όσο οι πρόγονοι τους. Είναι άραγε κακή η σπορά ή έπεσε βαρυχειμωνιά;
Νομίζω ότι φταίει ο καιρός. Στον παλιό κόσμο μία μουσική ιδιοφυΐα ή ένας ευρηματικός καλλιτέχνης θα έβρισκαν ένα κανάλι που έβγαζε στο δρόμο της καθιέρωσης. Σήμερα τα κανάλια είναι αμέτρητα και μέσα τους στριμώχνονται πολλοί. Επίσης οι σημερινοί δημιουργοί αναγνωρίζουν μόνο δύο καημούς, την καψούρα και τη μοναξιά. Και θέλουν ήχους συμπεριληπτικούς, να απευθύνονται σε μεγάλες πληθυσμιακές ομάδες. Κάτω από τη σκηνή, στην αρένα, υπάρχει ένα κοινό με μυαλό που σαπίζει από την υπερπληροφόρηση, καταναλώνει εικόνες, δεδομένα και συναισθήματα όπως τα ποπ κορν στα multiplex. Και πλέον δεν υπάρχει χρόνος για τίποτα, μόνο για συνεχές σκρολάρισμα που ταϊζει τον εγκέφαλο με την πρέζα της ντοπαμίνης. Συνεπώς το αρχικό μου ερώτημα είναι λανθασμένο. Δεν αρκεί να αναρωτιέμαι ποιος, από το σήμερα, θα είναι επιδραστικός σε πενήντα χρόνια. Πρέπει να βρω και τη συγκεκριμένη μέρα. Γιατί την επομένη θα είναι άλλος.