Την πρώτη φορά που επισκέφθηκα το Βερολίνο, οι Ελληνες είχαμε μπλε διαβατήρια και οι αστυνομικοί στο αεροδρόμιο Σόνενφελντ σου έβαζαν σφραγίδα DDR. Και τώρα, αν έρχεσαι από την Ελλάδα, αστυνομικοί με μεγεθυντικούς φακούς εξετάζουν ενδελεχώς τα έγγραφά σου. Δεν κάνουν φυσικά ερωτήσεις, όπως οι Ανατολικογερμανοί που, μετά, σε οδηγούσαν σε μία αυλή προκειμένου να επιβιβαστείς σε λεωφορεία, τα οποία θα άνοιγαν τις πόρτες τους στο Δυτικό Βερολίνο.
Το Τείχος μόλις είχε πέσει. Η Δυτική Γερμανία γνώριζε τα «Τράμπαντ» και η Coca Cola κερνούσε τους Ανατολικογερμανούς στην Πύλη του Βραδεμβούργου. Στο Σημείο Ελέγχου «Τσάρλι» είχε αμερικανούς στρατιώτες και λίγο πιο κάτω Σοβιετικούς. Για να πας από το Δυτικό στο Ανατολικό Βερολίνο χρειαζόσουν διαβατήριο και να σταθείς ήσυχος μπροστά σε έναν φρουρό που, λίγο αργότερα, θα έψαχνε καινούργια δουλειά. Στο χέρι κρατούσα μάρκα και πίσω στην Ελλάδα οι φίλοι τσακώνονταν για το Τέλος της Ιστορίας. Εκείνοι δε που ήταν στην ΚΝΕ, δεν μπορούσαν να πιστέψουν το κακό που τους βρήκε. Εβγαλε βρώμα η Ιστορία ότι ξοφλήσανε…
Τότε προσπαθούσα να φανταστώ, να αισθανθώ και ο ίδιος το συναίσθημα του Ανατολικογερμανού που περνούσε στη Δύση μέσα από το γκρεμισμένο Τείχος. Σήμερα κάτι τέτοιο θα υπάρχει μόνο στις καρδιές των ανθρώπων της Βόρειας Κορέας που καταφέρνουν και περνούν στο Νότο. Ομως το 1989 το βίωνε η μισή Ευρώπη. Εκανες ένα βήμα και δεν άλλαζες μόνο πολιτικό καθεστώς. Αλλαζες εποχή. Ισως μπορείς να ψυχανεμιστείς κάτι βαδίζοντας σήμερα στο Ανατολικό Βερολίνο που, σε σχέση με το Δυτικό, είναι, σε αρκετά σημεία, σαν φωτογραφία με πιο αδύναμα χρώματα.
Βαδίζω δίπλα στο Τείχος και βλέπω πάνω στο νεκρό σώμα του ένα «ΠΑΟΚ Θύρα 4» -σας δίνω τον λόγο μου δεν έχω καμία σχέση. Και λίγο πιο κάτω, τουρίστες να φωτογραφίζονται μπροστά στη διάσημη απεικόνιση του συντροφικού φιλιού ανάμεσα στον Μπρέζνιεφ και στον Χόνεκερ. Τα Τράμπαντ τριγυρίζουν όπως τα παϊτόνια σε άλλες πόλεις. Στο Σημείο Ελέγχου «Τσάρλι» τρεις-τέσσερις άνδρες με αμερικανικές στολές φωτογραφίζονται με τους τουρίστες. Λίγο πιο κάτω η αστυνομία έχει αποκλείσει μία διαδήλωση ακροδεξιών και μία αριστερή αντιδιαδήλωση -θέμα τους ήταν η πολιτική μετανάστευσης. Πάγκοι και μαγαζιά που πουλάνε σφυροδρέπανα και αξεσουάρ του Ψυχρού Πολέμου. Και στο Μουσείο του Τρόμου η Γερμανία επαναλαμβάνει τη βασανιστική αυτοκριτική της, θυμίζοντας στις νέες γενιές τα εγκλήματα των ναζί.
Επισκέφτηκα το Μουσείο της Ανατολικής Γερμανίας. Μικρό καλοστημένο, μοντέρνο, μεταδίδει στον επισκέπτη τη φρίκη του ολοκληρωτισμού, τον παραλογισμό του υπαρκτού σοσιαλισμού. Την καταπίεση των απλών ανθρώπων, την υποκρισία του δημόσιου βίου και την απολαυστική χλιδή της νομεκλατούρας. Και μέσα στο μουσείο, καθισμένος στον καναπέ ενός τυπικού ανατολικογερμανικού διαμερίσματος σκέφτομαι πόσο γρήγορα τα σύμβολα μετατράπηκαν σε σουβενίρ και η σκληρή Ιστορία σε τουριστικό αξιοθέατο.
Πριν από τρεις δεκαετίες κανένας δεν μπορούσε να φανταστεί αυτά τα χαριτωμένα -και συνάμα κυνικά- που συμβαίνουν καθημερινά στα εμβληματικά σημεία του Τείχους. Αλλά οι σέλφις μπροστά στο Τείχος αποτυπώνουν πάνω από όλα την ιστορική ματαιότητα ή, αν θέλετε, το εφήμερο της συγκυρίας. Αυτό που σήμερα δείχνει βαρύ και ρίχνει τον ίσκιο του στον βηματισμό μας, αύριο θα είναι cult μνήμη, σουβενίρ για το ράφι, αστείο ανάμεσα σε φίλους.
Για τον «υπαρκτό σοσιαλισμό» πέθαναν εκατομμύρια άνθρωποι, σημαίες βάφτηκαν κόκκινες από το αίμα τους. Χτίστηκαν τείχη, κλείδωσαν λουκέτα, σιδεριές έπεσαν βαριές πάνω σε ζωές. Τριάντα χρόνια μετά όλο αυτό είναι ένας άλλος κόσμος που δεν υπάρχει πια. Από τις ιδέες ως τα αντικείμενα, τίποτα πια δεν μπορεί να συνομιλήσει με την εποχή μας, με μας τους ίδιους. Και, εντάξει, οι νέες γενιές δεν τα έζησαν και δεν τα γνωρίζουν. Ομως ακόμα και εμείς που τα αγγίξαμε, τώρα τα βλέπουμε από την απόσταση που παρατηρείς όχι κάτι μακρινό, αλλά κάτι που δεν συνέβη ποτέ ή υπήρξε μόνο μέσα σε ένα όνειρο.
Σε μας τους μεσήλικες σήμερα όλα αυτά δείχνουν περίεργα, συχνά δε και αστεία, δυσκολευόμαστε καν να πιστέψουμε πώς ήταν δυνατόν να συμβούν ή πώς ζήσαμε μαζί τους. Αγουρα, ανώριμα, ίσως και ελαφρώς πρωτόγονα αν τα συγκρίνεις με τις μέρες μας. Σαν να βλέπουμε μία δική μας φωτογραφία από τότε.