Παρά τα μεγαλόστομα που ακούγονται αυτές τις ώρες, η δουλειά που έχει μπροστά του ο Μητσοτάκης δεν είναι τόσο δύσκολη όσο δείχνει. Παραλαμβάνει μία χώρα εκτός μνημονίων, στην αρχή της ανάκαμψης. Και μία κοινωνία θυμωμένη και κουρασμένη από τη διαχείριση Τσίπρα. Μία κοινωνία που, κυρίως, έχει προάγει σε αναγκαιότητα την ατζέντα της Νέας Δημοκρατίας.
Ο Μητσοτάκης είχε όλο τον απαραίτητο χρόνο για να προετοιμαστεί και να συντάξει, έστω σε επίπεδο προθέσεων, μία πειστική απάντηση προς το βασικό ερώτημα που έθεσε πιεστικά ο μέσος πολίτης: μπορεί η Ελλάδα να λειτουργήσει ως μία κανονική ευρωπαϊκή χώρα; Ο νέος Πρωθυπουργός τοποθέτησε την απάντηση του στη σφαίρα του αυτονόητου, αν και πριν από μερικά χρόνια, κάποιες από τις θέσεις του θα προσέκρουαν στα ακλόνητα κοινωνικά και πολιτικά μας ταμπού. Σήμερα το μεγαλύτερο κομμάτι της κοινωνίας επιθυμεί επενδύσεις, ιδιώτες να καλύπτουν την ανεπάρκεια του Δημοσίου, περισσότερη ασφάλεια, κατάργηση του ασύλου κ.λ.π.
Στα βασικά ο Μητσοτάκης και η κοινωνία συμφωνούν, αλλιώς δεν θα έπαιρνε αυτό το εκλογικό ποσοστό το οποίο, μη ξεχνιόμαστε, ενσωματώνει και την οργή για τον ΣΥΡΙΖΑ -υπάρχουν δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι που ψήφισαν για πρώτη φορά στη ζωή τους τη Νέα Δημοκρατία, μόνο και μόνο για να τιμωρήσουν τους προηγούμενους. Και πράγματι, οι συνθήκες είναι ώριμες για τομές και μεταρρυθμίσεις που θεωρούσαμε αδιανότητες. Όταν, για παράδειγμα, ο Μητσοτάκης βάζει στην κορυφή της ατζέντας του το θέμα της ασφάλειας και οι πολίτες του δίνουν αυτό το ποσοστό, έχει το πράσινο φως για να προχωρήσει. Βέβαια αυτό το ποσοστό δόθηκε και για τη μείωση των φόρων και για αύξηση της απασχόλησης. Και αν η ασφάλεια είναι συνάρτηση της βούλησης, η οικονομία έχει πίσω της πολύ πιο δύσκολες εξισώσεις.
Συνήθως, μετά από εκλογές, λέμε ότι η κυβέρνηση δεν θα έχει περίοδο χάριτος, τα προβλήματα είναι άλλα πιεστικά και άλλα πομπώδη. Μια χαρά χρόνο θα έχει. Το προηγούμενο δε, της κυβέρνησης Τσίπρα, που είχε την πλήρη ανοχή του εκλογικού σώματος ακόμα και μετά τα capital controls, επιτρέπει στον Μητσοτάκη να κυβερνήσει με λιγότερες ματιές στον μετρητή του πολιτικού κόστους. Οι ψηφοφόροι δεν περιμένουν θαύματα. Περιμένουν κάτι πιο απλό: μία κανονική χώρα με κυβέρνηση χαμηλών τόνων και υψηλής αποτελεσματικότητας.
Στον ΣΥΡΙΖΑ θα έχουν να συζητήσουν πολλά για τους λόγους που τους οδήγησαν στην ήττα. Από αυτούς λογικά θα αφήσουν στην άκρη την ηγεσία, καθώς στον Αλέξη Τσίπρα πιστώνεται η συσπείρωση των τελευταίων ημερών, όταν πήρε το παιχνίδι αποκλειστικά επάνω του και έφερε ένα αποτέλεσμα που τους επιτρέπει να βλέπουν το ποτήρι μισογεμάτο. Και καλά θα κάνουν. Το ποσοστό που πέτυχαν τους εξασφαλίζει ηγεμονική θέση στον χώρο της Κεντροαριστεράς απ΄όπου και θα είναι ο βασικός πόλος αντιπολίτευσης. Η ανάλυση που βλέπει τον ΣΥΡΙΖΑ να συρρικνώνεται προς το αρχικό το κύτταρο στερείται ρεαλιστικής βάσης. Το ΚΙΝΑΛ μας δείχνει ότι δεν μπορεί να τον πλαγιοκοπήσει. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν υπέστη στρατηγική ήττα και μπορεί να αξιολογήσει ως και θετικά το αποτέλεσμα.
Στο ΚΙΝΑΛ, η Φώφη Γεννηματά ενδεχομένως να έχει πρόβλημα, από το κομμάτι των στελεχών που θα εκτιμήσει ότι η επίδοση δεν ήταν η αναμενόμενη. Από τη μία βελτιώθηκε το εκλογικό ποσοστό, από την άλλη δεν ικανοποιήθηκαν οι προσδοκίες για τον επαναπατρισμό ψηφοφόρων. Θα τεθεί θέμα ηγεσίας; Αν συμβεί αυτό, εν δυνάμει πρωταγωνιστές μπορούν να θεωρηθούν ο Νίκος Ανδρουλάκης και ο Παύλος Γερουλάνος, αν και ο δεύτερος δεν είναι καν βουλευτής.
H απομάκρυνση της Χρυσής Αυγής από τη Βουλή είναι, ασφαλώς, μία εξέλιξη που ικανοποιεί κάθε σκεπτόμενο πολίτη. Και σε αυτό συνέβαλε, ας το παραδεχθούμε, ο άνθρωπος με τις επιστολές του Ιησού, ο Κυριάκος Βελόπουλος. Η επιστροφή του Γιάνη Βαρουφάκη στη Βουλή, με την ιδιότητα του πολιτικού αρχηγού, μας λέει ότι κάποια πράγματα δεν αλλάζουν ποτέ σε αυτή τη χώρα…