Ευτυχώς τα βρεγμένα, από τη βροχή, μαρμάρινα σκαλοπάτια είναι σκεπασμένα με κόκκινο χαλί. Ευτυχώς. Αλλιώς τα σπασμένα πόδια θα ήταν περίπου όσα και τα κεριά που ανάβουν στη Χάρη Της. Το χαλί είναι λες και κουβαλάει όλο το νερό του κόσμου. Και για μία στιγμή, όσο να πάω από το ένα σκαλοπάτι στο άλλο, σκέφτομαι ότι μπορεί να έχει πάνω και όλες τις αμαρτίες του. Στην Τήνο, την Κυριακή που μας πέρασε. Στον ιερό ναό της Ευαγγελίστριας. Θέλω να δω την εικόνα. Δεν είναι εύκολο. Χρειάζεται σθένος και επιμονή. Υπάρχει ουρά. Βάζω το χέρι στο μαρμάρινο στηθαίο και προσπαθώ να διαβάσω σαν τυφλός, με τα δάχτυλα. Δεκάδες, εκατοντάδες χαράξεις ονομάτων. Δεν ξέρω τι απέγινε η ψυχή, όμως το όνομά τους πήρε κάτι από το μοναδικό υποκατάστατο της αθανασίας, τη μνήμη. Κάποιος «Θεμηστοκλής» φωνάζει από το 1900 πώς ήταν εκεί την 25η Μαρτίου. Κάθισε και σκάλισε το όνομά του καλλιγραφικά και ανορθόγραφα. Αθεόφοβος και ας πήγε για προσκύνημα.
Στοιχημάτισα με τον εαυτό μου μια λαμπάδα στο μπόι μου για το αν θα βρούμε χαραγμένο και κανένα ΠΑΟΚ. Χρωστάω μια λαμπάδα. Δεν είναι και ακριβή. Βρίσκεις με πέντε ευρώ. Ανάβουν σε ένα ξωκκλήσι, αλλά γρήγορα τις μαζεύουν. Όλοι τάζουν τη λαμπάδα, κανένας δεν τάζει και το χρόνο που θα μείνει να καίει. Δεν άντεξα να περιμένω μαζί με τους προσκυνητές να χαιρετίσω την εικόνα. Μπήκα στην εκκλησία από το πλάι και έμεινα να τους παρατηρώ καθώς έφταναν μπροστά Της. Η εικόνα είχε θολώσει από τα χνώτα των πιστών. Δεν πειράζει, η Μεγαλόχαρη τους βλέπει από ψηλά, όχι μέσα από το τζάμι. Φωτογραφίες προσώπων, χρυσά και ασημένια αφιερώματα, χείλη και δάκρυα, όλα μαζί πάνω στο τζάμι. Πάνε να καλοπιάσουμε το θείο. Και αν δεν τα καταφέρει το χρυσάφι μας, ας ελπίσουμε ότι θα μιλήσει ο οίκτος του. Τελικά όσα και αν πληρώσεις εκεί, τίποτα, μα τίποτα, δεν κοστίζει όσο η ελπίδα. Μεγάλη η Χάρη Της.
Στην άλλη πλευρά του προαυλίου λειτουργεί η Πινακοθήκη. Με έργα Λύτρα και Γύζη – Τηνιακοί και οι δύο. Λίγοι πιστοί πατούν το πόδι τους. Και όμως, εκεί, στην άδεια Πινακοθήκη είναι που βλέπεις την ανάσα της Δημιουργίας να αποτυπώνεται επάνω στον καμβά. Στην ευφυή έκφραση του θείου μέσα από το ταλέντο. Σε μία άλλη θρησκεία, οι πιστοί θα έκλιναν το γόνυ μπροστά στον Γύζη και θα έβλεπαν το θαύμα στο ταλέντο του Λύτρα. «Και οι καθολικοί του νησιού είχαν να διηγηθούν μία λατρευτική και θαυματουργή ιστορία αντίστοιχη της ορθόδοξης Παναγίας, αλλά, φυσικά, η φωνή τους δεν ακούγεται» μου λέει η Μάγια Τσόκλη. Να, η άφιξη και η παραμονή του Κώστα Τσόκλη στο νησί θα μπορούσε να αποδοθεί και αυτή στη γενναιοδωρία του θείου. Κάθομαι στις πέτρες του θεάτρου που έχει φτιάξει στο Κουμάρο. Ναός και αυτός, να προσευχηθείς στη μούσα, στον ουρανό, στη φύση. Λίγα χιλιόμετρα πιο κάτω, είναι το ζυθοποιείο της μπίρας «Νήσος» που δημιούργησε πριν από λίγα χρόνια ο Αλέξανδρος Κουρής με τη Μάγια. Είναι πιθανό να μη γνωρίζετε την μπίρα. Παράγονται μόνο 700.000 μπουκάλια το χρόνο και, πέρα από την Τήνο και τις Κυκλάδες, θα τη βρείτε σε επιλεγμένα σημεία στην ηπειρωτική χώρα. Η μπίρα είναι craft, δηλαδή δεν παράγεται σε βιομηχανικό πλαίσιο. Και είναι, πιστέψτε με, μία υπέροχη, μεστή μπίρα που σου δίνει το άρωμα και, κυρίως, τη φιλοσοφία για τη δημιουργία της.
Ρωτάω τον Κουρή αν οι πρώτες ύλες είναι ελληνικές. «Λάθος ερώτηση. Σημασία δεν έχει πια από πού παίρνεις τις πρώτες ύλες αλλά τι προστιθέμενη αξία παράγεις κατά τη μεταποίηση, τι branding κάνεις και πώς προωθείς το προϊόν. Και σκέφτομαι ότι αυτό που κάνουμε εμείς για μια μπίρα, θα μπορούσε να γίνει για ολόκληρη χώρα». Πρώτα ας γίνει λιμάνι στην Τήνο. Όταν φυσάει νοτιάς η προκυμαία πλημμυρίζει, βρέχεις πόδια για να μπεις στο πλοίο. Επιβιβάζομαι μαζί με τις γερόντισσες. Πίσω μας είναι ο Κουρής, μας αποχαιρετά. Εκείνες άφησαν τη μοίρα τους στην Παναγιά, εκείνος την κρατάει στα χέρια του. Και εγώ, ως συνήθως, βρίσκομαι κάπου στη μέση.