Είδα το ΠΑΟΚ-Ολυμπιακός σε ένα καφενείο της Μιχαήλ Βόδα που, αν θέλεις, το αποκαλείς και ελληνικό θύλακα σε περιβάλλον με υψηλή συγκέντρωση αλλοδαπών. Το καφενείο δεν είναι μεγάλο. Και δεν πρόκειται ακριβώς για καφενείο. Περισσότερο θυμίζει επαρχιακό παρακμιακό μπαρ, χωρίς Ρωσίδες και φρουτάκια. Σερβίρει ωραίο ρακόμελο και αξιοπρεπή φρέντο καπουτσίνο. Επίσης λειτουργεί κάτι σαν εξαερισμός. Φεύγοντας δεν μυρίζεις σαν τασάκι, αλλά σαν άνθρωπος που βρέθηκε σε περιβάλλον με καπνιστές – μυρίζεις χειρότερα αν βγεις από σουβλατζίδικο. Κάθομαι, λοιπόν, σε μία καρέκλα, ρουφάω καφέ και το γκολάκι από τον Τζεμπούρ. Δεν είμαι σαν τη μύγα πάνω στο γαύρο.
Είμαστε τέσσερις ΠΑΟΚτσήδες σε ένα μαγαζί όπου το πιο ήπιο σχόλιο που ακούγεται καλεί τον Μασάδο να αποδημήσει σε τόπο χλοερό (όχι στο γκαζόν) και να απαλλάξει τον Ολυμπιακό από το συμβόλαιό του. Ομοίως, ο Ζαρντίμ εγκαλείται ως κομπλεξικός επειδή δεν ξεκίνησε με δύο φορ μέσα στην Τούμπα, άσε που θα μπορούσε να αρχίσει το παιχνίδι και με 13 παίκτες. Ωστόσο η ατμόσφαιρα εντός του καταστήματος είναι και παραμένει πολιτισμένη. Είμαστε σχεδόν αγκαλιά με τους γαύρους, ανοίγουμε και κλείνουμε συζητήσεις, ενώ προσπαθώ να εξηγήσω σε κάποιον ότι δεν τους πουλήσαμε τον Κοντρέρας, αυτοί αποφάσισαν να του δώσουν ένα καλό εφάπαξ. Στο ημίχρονο ένας συμπαθέστατος τύπος μού παραπονιέται επειδή δεν του παραχωρώ τον Αθανασιάδη. Το παλικάρι είναι ταξιτζής. Οι πιθανότητες να συμπαθήσω γαύρο ταξιτζή τη στιγμή που με κερδίζει στην Τούμπα, είναι αντίστοιχες επιτυχίας σε τζακ ποτ. Το απολαμβάνω. Μέχρι που έρχεται ημίχρονο.
Και ο καφετζής αρχίζει το ζάπινγκ. Και πέφτουμε όλοι μαζί, με το ταξί του γαύρου, πάνω στην εικόνα του χρυσαυγίτη που επιδεικνύει τη σημαία της 21ης Απριλίου.
Tο χειροκρότημα ξεκίνησε από τις πίσω θέσεις και έφτασε μπροστά, λες και έριχνε κομμάτια από ντόμινο. «Ναι, ρε συ, χούντα. Τέλος τα λαμόγια, να εκτελεστούν, να τους κρεμάσουμε να ησυχάσουμε». Κοινώς ο Σαμαράς θα είχε χειρότερη τύχη από τον Μασάδο. Και εγώ μεγαλύτερη έκπληξη από την Αλίκη. Το επόμενο θέμα στο δελτίο ειδήσεων είχε να κάνει με καταγγελίες για την υιοθέτηση χρυσαυγίτικου savoir vivre από αστυνομικούς. Όργανα της τάξεως κατηγορούνται ότι πέταξαν μετανάστη από το μπαλκόνι του διαμερίσματός του. Γέλια. «Ναι, ρε, εδώ πιο πέρα έγινε, φάση που είχε!» Εκεί τόλμησα να πω στο διπλανό γαύρο ότι είναι καλύτερο να συλλαμβάνεις έναν άνθρωπο από το να τον σκοτώνεις. Απάντησε με κανονικό τάκλιν: «Τη μύγα, φίλε, που κάθεται στο φαγητό σου τη διώχνεις ή τη σκοτώνεις; Κάτσε εσύ να δουλεύεις με 400 ευρώ μισθό, επειδή έχουν έρθει αυτοί οι καριόληδες να σου φάνε το ψωμί. Καλά τους κάνουν». Το βούλωσα. Θα κάνω το μάγκα σε άλλο άρθρο.
Ακολούθησε το ρεπορτάζ για τις αποδείξεις, που σήκωσε μούντζες και μπινελίκια για τους ανίκανους, τους απατεώνες, τους πούστηδες. Ένας γύρισε και είπε ότι, επιτέλους, πρέπει ο Κασιδιάρης να σκοτώσει κάποιον μέσα στη Βουλή προς παραδειγματισμό των υπολοίπων. Ακούστηκαν γέλια. Όταν ξεκίνησε το δεύτερο ημίχρονο κατάλαβα ότι σήμερα στην Ελλάδα μπορείς να βρεις ηπιότερους τόνους σε ένα παιχνίδι ΠΑΟΚ-Ολυμπιακός από ό,τι σε μία πολιτική συζήτηση καφενείου. Και αυτό είναι πρόβλημα, δείχνει το βαθμό κατάπτωσης. Απόρησα, αναρωτήθηκα τι έλεγαν και τι έκαναν όλοι αυτοί στο προηγούμενο σύμπαν, στην εποχή της ανεμελιάς. Πιθανότατα θα ήταν έτοιμοι να παίξουν ξύλο για τον Ολυμπιακό, ψηφίζοντας τον τύπο που έβγαζε ρουσφέτια από το μανίκι.
Τώρα δέρνουν τον τύπο και δεν παθιάζονται για την ομάδα. Αλλά τελικά αυτό δεν είναι λαός; Ναι, είναι και αυτό. Λίγο αργότερα είδα ότι στο Facebook group «Θέλουμε τα ΟΥΚ να ξαναφωνάξουν συνθήματα στις παρελάσεις» έχουν κάνει like 37.427 άτομα. Το group υποστηρίζει τη χούντα. Πριν από τρία χρόνια δεν θα υπήρχαν. Και αυτό είναι το μόνο αισιόδοξο. Κάποτε θα εξαφανιστούν. Το θέμα είναι να μπορείς να περιμένεις. Εγώ δεν μπορώ. Έφυγα στο 70΄ και δεν πανηγύρισα το γκολ του Κλάους στη γαυροφωλιά. Εκτός από την τσιγαρίλα μού έμεινε και η πίκρα. Όχι για το αποτέλεσμα, ούτε για αυτά που άκουσα. Αλλά επειδή ξέρω ότι τα ίδια θα έλεγαν και στην Τούμπα.