Φοβόμουν να γίνω πενήντα ετών μέχρι που κατάλαβα ότι αν δεν θέλεις να μεγαλώνεις, η εναλλακτική είναι να σε ρουφήξει το χώμα της πατρίδας ή ο ουρανός της Βουλγαρίας. Αλλά εντάξει, αυτές οι νευρώσεις και τούτοι οι φόβοι είναι η πολυτέλεια που σου χορηγεί η πρόοδος. Έναν αιώνα νωρίτερα να γεννιόσουν, στα πεντηκοστά σου γενέθλια συνήθως είχε ολοκληρωθεί και η διαδικασία της αποσύνθεσης, ενώ η πόλη, που μεγάλωνε σαν κοπέλα στην εφηβεία, κατάπινε λαίμαργα το μνήμα σου.
Ε, και μετά η ζωή, εδώ στο δυτικό κόσμο, έρχεται όλο και πιο πολύ στα μέτρα σου. Όλοι γύρω σου είναι μεγάλοι. Είσαι πενήντα και μπορεί να πετύχεις κατάσταση να είσαι ο μικρότερος στο δωμάτιο. Οι γονείς των φίλων σου ζουν και έτσι όπως έχουν χαλαρώσει οι κοινωνικές συμβάσεις, οι νεότεροι σου μιλούν στον πληθυντικό. Φόρα σκισμένο τζιν και μη στέκεσαι μπροστά στον καθρέφτη, ειδικά όταν είσαι γυμνός.Ακόμα και αν δεν κάνεις καινούργια αρχή, μπορείς να πεις στον εαυτό σου ότι τίποτα δεν τελείωσε ακόμα. Εχω πολλούς γνωστούς και φίλους που γεννήθηκαν και αυτοί το 1966. Υποτίθεται ότι τώρα είναι η γενιά μας τα αφεντικά αυτής της ζωής. Ανοησίες. Μας βλέπω τους περισσότερους πώς τρέμουμε σαν αρνιά πριν το μαχαίρι. Πολύ μεγάλος για να το πάρεις από την αρχή, αλλά και αρκετά μικρός για να τα παρατήσεις.
Τι στο διάολο γενιά είμαστε εμείς που γεννηθήκαμε ανάμεσα στο 1965 και στο 1970; Η γενιά της Αλλαγής, νομίζω. Θυμόμαστε τη χώρα ασπρόμαυρη, αλλά τη ζήσαμε να παίρνει χρώμα και να αφήνει στην άκρη τα χοντρά μάλλινα βαλκανικά της ρούχα. Μας έχει μείνει κάτι από αναμνήσεις χούντας, αλάνες, μπακάλικα και παπούτσια έξω από την πόρτα. Και μετά 80s. Δεν ήταν πιο όμορφη χώρα. Ήταν πιο άγουρη, πιο αγνή. Και τα φαγητά είχαν διαφορετική γεύση. Αλλά τα ίδια δεν λένε όσοι μεγαλώνουν; Και ανακαλύπτουν και αυτοί αλήθειες που τις έγραψαν σε σκονάκι οι προηγούμενοι.
Οι αρετές και τα χαρίσματα που έχεις ορίζουν το πλαίσιο της ζωής. Όμως η ζωή σου σημαδεύεται κυρίως από τα λάθη σου.
Η ζωή είναι τόσο σύνθετη, όσο και το σύμπαν. Ωστόσο στα μεγάλα ερωτήματα που φέρνει μπροστά σου, πρέπει να απαντήσεις με ένα «ναι» ή ένα «όχι».
Όσο μεγαλώνεις τόσο καταλαβαίνεις την αξία της συγχώρεσης. Κυρίως επειδή αγωνίζεσαι να συγχωρέσεις τον εαυτό σου.
Κάπου στα πενήντα, ο συμβιβασμός με το θάνατο αρχίζει πια και σβήνει αργά, αλλά σταθερά το φόβο.
Και ενώ φοβάσαι λιγότερο το θάνατο, όλα τα άλλα αρχίζουν να σε φοβίζουν περισσότερο.
Δεν έχεις κανένα λόγο να ζηλεύεις τους νεότερους. Διότι εσύ έχεις βάλει στην άκρη ζωή, ενώ εκείνοι πρέπει να φτάσουν τα χρόνια σου για να πουν το ίδιο.
Τις μεγαλύτερες αλήθειες της ζωής τις λέει τελικά ο καθρέφτης σου.
Μέρα με τη μέρα το σώμα σου καταλαμβάνεται από τους γονείς σου. Στην αρχή το βλέπεις στον ίσκιο σου. Μετά στο λένε και οι άλλοι.
Συχνά συλλαμβάνεις τον εαυτό σου να γίνεται κάτι που έλεγε ότι δεν θα γίνει ποτέ.
Εντυπωσιάζεσαι με αυτά που θυμάσαι και ταυτόχρονα μελαγχολείς επειδή σου φαίνονται τόσο παλιά.
Αισθάνεσαι καλά επειδή το κορμί σου έχει ξεχάσει πώς είναι να είσαι τριάντα ετών.
Καταλαβαίνεις για ποιο λόγο οι γέροι είναι σιωπηροί. Κάποια πράγματα δεν λέγονται με λόγια, δεν έχουν βρεθεί λέξεις να τα περιγράψουν.
Έρχονται στιγμές που, επαγγελματικά, θα ήθελες να είσαι είτε είκοσι χρόνια μικρότερος, είτε δέκα χρόνια μεγαλύτερος.
Πολιτικά, δηλώνεις ότι πλέον δεν είσαι κορόιδο, αλλά ξεχνάς και πόσο μαλάκας ήσουν.
Αν δεν μάθεις να ξεχνάς, δεν επιβιώνεις.
Η ζωή δεν είναι τα καλοκαίρια. Είναι ο χειμώνας. Είναι φτιαγμένη από χιλιάδες καθημερινές μέρες του χειμώνα.
Τα απογεύματα φέρνουν περισσότερη μελαγχολία. Είναι η ώρα σου.