Είναι γνωστό ότι οι φυσιολάτρες έχουν το δάσος μέσα στην καρδιά τους. Στα βόρεια προάστια της Αθήνας μπορούν να το έχουν και μέσα στα πνευμόνια τους – δίπλα είναι, αλλά, πιστέψτε με, έχει διαφορά. Το Σαββατοκύριακο στο Χαλάνδρι κάθε αναπνοή είχε κόστος. Λογικό. Όταν βλέπεις τον αέρα που αναπνέεις, ξέρεις ότι είσαι στο λάθος σημείο, σε λάθος χρόνο. Κοινώς, θα ήσουν μια χαρά στο Λονδίνο του 19ου αιώνα, αλλά όχι στη λεωφόρο Πεντέλης του 21ου. Και, του κερατά, ξέρεις ότι πριν από μερικά χρόνια είχε δάσος μερικά χιλιόμετρα βορειότερα. Τώρα έχει δάσος μόνο στις καμινάδες.
Βγήκα με το ποδήλατο και έβλεπα τον καπνό να αποκτά σχήμα και πρόσωπο στις λάμπες. Αλλά ακόμα και αν δεν τον βλέπεις, τον αισθάνεσαι, είναι στη μύτη, στο στόμα σου. Ανέβηκα ως τα Βριλήσσια και τις παρυφές των Μελισσίων. Δεν χρειάζεται να πάρεις μυρωδιά για να καταλάβεις τι συμβαίνει. Σε παίρνει η μυρωδιά. Και σε σηκώνει. Το Σάββατο πήγα σε ένα ξυλάδικο. Δεν πουλάνε πια με τον τόνο, αλλά με το κυβικό μέτρο. Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι οι περισσότεροι πελάτες δεν ξέρουν τι τους γίνεται, τι πληρώνουν και τι ακριβώς αγοράζουν. Μικρή σημασία έχει. Και όταν ψώνιζαν με το κιλό, πάλι το κοροϊδάκι του ξυλέμπορα έπαιζαν. Στη γειτονιά μου ο τύπος πουλάει σακιά με πεύκο και οξιά προς δέκα ευρώ έκαστο. Μαύρα. Τα λεφτά, όχι τα ξύλα. Αλλά εισπράττει ο Ινδός που στα φορτώνει στο αυτοκίνητο, συνεπώς αν γίνει η στραβή θα φταίει ο αλλοδαπός που στην πατρίδα του δεν ξέρουν από αποδείξεις και ταμειακές. Τώρα εσύ με συνετή διαχείριση μπορείς να ζεσταθείς ως και τρία βράδια, αρκεί να πηγαίνεις νωρίς για ύπνο. Σου βγαίνει κάπου τρία ευρώ η βραδιά, συν η ατμόσφαιρα, που είναι ανεκτίμητη. Βέβαια, έξω η ατμόσφαιρα είναι τοξική, αλλά δεν έχεις και άλλη λύση – η πνευμονία σε σκοτώνει πιο γρήγορα από το άσθμα.
Πριν από μερικά χρόνια το τζάκι ήταν, ας πούμε, μία κατασκευαστική πολυτέλεια που σου χορηγούσε ψευδαίσθηση θαλπωρής. Τώρα έγινε μέσο επιβίωσης. Σαν να βράζεις φασόλια σε σαμπανιέρα. Οι εκκλήσεις της πολιτείας για περιορισμό στη χρήση είναι σοβαρότατες, όμως τελικά ακούγονται γελοίες. Ναι, τα Σαββατοκύριακα οι άνθρωποι κάθονται γύρω από το τζάκι. Και αν έχουν και τη γιαγιά από δίπλα, δεν είναι για να λέει παραμύθια, αλλά επειδή τους υποχρεώνει η αλήθεια. Kάποιοι καίνε και χαρτόνια. Άλλοι ρίχνουν στη φωτιά παλιά έπιπλα. Η νύχτα μυρίζει Overlay καμιά φορά. Και το περιβάλλον; Εντάξει, είσαι στη χώρα της παράνομης χωματερής, των μπαζωμένων ρεμάτων και της τσιμενταρισμένης παραλίας. Όταν πεινάς και όταν κρυώνεις δεν υπάρχει χώρος για ευαισθησίες. Να, τώρα που γράφω βλέπω την κιτρινίλα στο βάθος της νύχτας. Θλίψη. Θα κρατήσω την αναπνοή μου, να βγω στο μπαλκόνι, να φέρω δύο κούτσουρα στο τζάκι. Επιστρέφω.