Πιο παλιά, όταν δεν υπήρχαν smartphones, η αναμονή ήταν πιο δύσκολη. Μετρούσες τις πλάκες στο πεζοδρόμιο. Παρατηρούσες μια πασχαλίτσα επάνω στο δάχτυλό σου. Κοιτούσες τις αντανακλάσεις του ήλιου στο νύχι σου. Χάζευες την κυρία με τη λαχανί βερμούδα. Γερμένη πάνω στα κάγκελα, με μία έκφραση πόνου, σχεδόν διπλωμένη στα δύο. Μην ήταν βαρύς ο φραπές ή είναι η αγωνία που πάει να την κόψει στα δύο;
Ένας παππούς που χτυπάει, με τη διπλωμένη εφημερίδα, το γυμνό του γόνατο, κάτω από τη χακί βερμούδα, πάνω από το καφέ πέδιλο. Έξω από το εξεταστικό κέντρο. Μέσα έχει Πανελλήνιες. Γελούσα με το θέαμα. Φέτος δεν σηκώνω μαλακίες. Δίνει ο γιος μου. Και να εγώ, ναι ρε φίλε, εγώ, ο και καλά μοντέρνος μπαμπάς, δεν θέλω, απλώς, να πάω έξω από το σχολείο. Θέλω να μπω και μέσα, ει δυνατόν στη Νέα Ελληνική Γλώσσα (πώς διάολο λένε τώρα την Έκθεση;) να κάτσω να γράψω εγώ. Πιστεύω, αφελώς, ότι έχω καλύτερες πιθανότητες από τον μικρό. Όμως το σύστημα είναι άδικο και δεν επιτρέπει στο γονιό να συμπαρασταθεί, όπως πρέπει, στο σπλάχνο του. Σκέφτομαι, λοιπόν, να σταθώ έξω από το εξεταστικό κέντρο και, σαν Σομαλός στην Πατησίων, να απλώσω την πραμάτεια μου μπροστά στα κάγκελα. Θα τα βγάλω όλα όμως. Θα κυκλώσω το τετράγωνο. Την πρώτη γαμημένη μέρα στα προνήπια, τότε που είπα ότι όλα αυτά θα τελειώσουν το 2017 που είναι ένας αιώνας μακριά. Το αναγνωστικό που δεν είχε ούτε Λόλα, ούτε καν ένα μήλο. Τη σκρόφα την Προπαίδεια που με έβγαζε φουρκισμένο στο μπαλκόνι για τσιγάρο. Την Καλλιγραφία, αυτή την κακιασμένη που δεν μας έκατσε ποτέ. Και το Lower και το Proficiency και τα φροντιστήρια και τις εκδρομές και τους βαθμούς και το «Κοιτάξτε να σας πω, κύριε Γιαννακίδη» της καθηγήτριας. Όλα αυτά θέλω να τα απλώσω έξω από το εξεταστικό κέντρο. Και θα τα συνοδεύσω με κοτομπουκιές πανέ, με πλαστικές προτηγανισμένες πατάτες και πορτοκαλάδα χωρίς ανθρακικό.
Το 2050, λένε οι προβλέψεις, οι άνθρωποι θα ανταγωνίζονται αλγόριθμους και ρομπότ. Αυτό μου είναι ελαφρώς αδιάφορο. Όπως και να έχει, εγώ θα έχω περιέλθει στην αρμοδιότητα του κηπουρού. Είτε ζωντανός, ως φυτό, είτε νεκρός, ως λίπασμα. Ο γιος μου γεννήθηκε το 1999, είναι μιλένιαλ. Το 2050 θα είναι μεσήλικας. Το παλικάρι προσπαθεί να περάσει Πάντειο. Ανάθεμά με αν αυτά που θέλει να σπουδάσει θα έχουν κάποιο πρακτικό αντίκρισμα στην αγορά εργασίας στα μέσα του αιώνα. Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Σπουδές, my ass! Σε έναν κόσμο που βγάζει Τραμπ, δεν είσαι σίγουρος ότι θα υπάρχει ούτε το Διεθνές, ούτε, βέβαια, το Ευρωπαϊκό. Η αγορά, λέει, το 2050 θα έχει πολύ μεγάλη ζήτηση για σχεδιαστές κόσμων εικονικής πραγματικότητας. Θα μπορούσε, ασφαλώς, το παιδί να γίνει πετυχημένος παρασκευαστής και dealer παραισθησιογόνων. Θα μου έφευγε και το άγχος αφού το δικό μου το παιδί θα έριχνε τα χαπάκια στα ποτά των άλλων. Όμως δεν είναι μία καλή και λογική λύση. Αν δεν είχε πέσει κρίση, φέσια στη δουλειά και πλιάτσικο από την Εφορία, θα το πήγαινα στο αεροδρόμιο, θα τον φιλούσα στο μέτωπο και με μία καρπαζιά θα του έλεγα να ξεχάσει τα πάντα από τη χώρα, εκτός από τον μπαμπά του. Αλλά δεν μπορώ, ο ανάξιος, να το κάνω αυτό. Έτσι θα μπει και αυτός πάνω στον ιμάντα, όπως και οι περισσότεροι της γενιάς του. Όπως μπήκα και εγώ, δηλαδή. Και εδώ το πρόβλημα γίνεται και δικό σας. Διότι στέλνουμε και τη γενιά των μιλένιαλς να πάει από εκεί που πήγαν και οι άλλες. Να γίνει κάτι σαν και εμάς, ενώ πρέπει να γίνει κάτι εντελώς διαφορετικό. Αυτό θα μεγαλώσει την απόστασή μας, τεχνολογική, οικονομική και κοινωνική, από τους άλλους της Δύσης. Και φοβάμαι ότι οι δικοί μας μιλένιαλς είναι οι μεγάλοι χαμένοι της κρίσης. Και είναι κρίμα. Δεν ξέρω για τα άλλα τα παιδιά, αλλά το δικό μου είναι καλό, έξυπνο και έχει πάρει, το χρυσό μου, την ευαισθησία μου.