Στη «Διάσωση του Στρατιώτη Ράιαν» η ταινία ανοίγει με την απόβαση στη Νορμανδία. Οι σφαίρες τρυπούν τα κράνη πριν καν κατέβει ο καταπέλτης των αποβατικών σκαφών. Θυμήθηκα τη σκηνή όταν τελείωσε το παιχνίδι κυπέλλου στο Καραϊσκάκη. Δεν χρειάζομαι ψυχολόγο για να μου πει ότι έκανα τον συνειρμό με την υποδοχή που υποθέτω ότι θα έχει ο Ολυμπιακός στην Τούμπα. Πιθανότατα, όμως, να χρειάζομαι ψυχίατρο. Και όχι μόνο εγώ.
Το είδε όλη η χώρα, πλην του διαιτητή Καλογερόπουλου. Σπρώχνει ο Φουστέρ, του Ολυμπιακού, σπρώχνει και ο Στοχ, του ΠΑΟΚ. Κίτρινη κάρτα στον Φουστέρ, κόκκινη στον Στοχ. Πριν από λίγα δευτερόλεπτα ο ΠΑΟΚ είχε μειώσει σε 2-1. Είναι σε όλους γνωστό ότι ο Ολυμπιακός έχει την καλύτερη ομάδα στη χώρα, κάτι που αποτυπώνεται και στην άνεση με την οποία κατέκτησε το πρωτάθλημα. Είναι επίσης γνωστό ότι στα αγωνιστικά συστήματα του Ολυμπιακού περιλαμβάνεται και η εύνοια του διαιτητή, ακόμα και όταν δεν είναι απαραίτητη. Τείνω δε να πιστέψω ότι αυτή η εύνοια προσφέρεται οικειοθελώς. Με συγχωρείτε, αλλά αν ήμουν Μαρινάκης, έπαιζα χωρίς αντίπαλο και έσκαγα μερικά τούβλα κάθε χρόνο, θα αισθανόμουν ηλίθιος αν έστηνα παράγκα. Αλλά ακόμα και αν ισχύει αυτό, η παράγκα πάει και στήνεται μόνη της στη σκιά του ισχυρού.
Το ελληνικό ποδόσφαιρο λειτουργεί μέσα σε νοσηρό περιβάλλον. Και διαιτησίες όπως του Καλογερόπουλου, πρέπει πλέον να ελέγχονται ως ύποπτες για την υποκίνηση βίας. Ναι, δεν μπορεί να γίνει νομικά, αλλά είναι αυταπόδεικτο ηθικά. Διότι διαιτησίες σαν και αυτές βάζουν φωτιά στα κάρβουνα που σιγοκαίνε από πολεμικούς τίτλους εφημερίδων, πορωμένους δημοσιογράφους, αδίστακτους παράγοντες και οπαδούς σε παραλήρημα. Τόση αηδία και δεν μπορούμε να τα ξεράσουμε στην καταβόθρα.