Αν καβαλούσα σήμερα μία χρονομηχανή και γύριζα πίσω, στις 9 Ιουνίου 1985, θα πετύχαινα τον εαυτό μου να βαδίζει την οδό Διογένους, έχοντας πίσω του το γήπεδο της Τούμπας και τις φωνές των πανηγυρισμών για την κατάκτηση του πρωταθλήματος. Θα πλησίαζα με άνεση τον 19χρονο -έτσι όπως έχω γίνει αποκλείεται να με αναγνώριζε. Και θα του έδινα τέσσερις συμβουλές.
Πρώτον, να κόψει το κάπνισμα. Δεύτερον, να περάσει κανένα μάθημα. Τρίτον, να μάθει στη ζωή του να κάνει οικονομία. Και τέταρτον, να μην ασχοληθεί με το ποδοσφαιρικό τμήμα του ΠΑΟΚ για τα επόμενα 34 χρόνια. Φοβάμαι όμως ότι θα με έγραφε στα παλιά του αθλητικά παπούτσια, κάτι άσπρα σταράκια.
Προχθές έκανα για άλλη μία φορά την ίδια διαδρομή. Κατηφόριζα τη Διογένους. Και συνειδητοποίησα ότι έχω πάει αυτόν τον δρόμο αμέτρητες φορές πάνω-κάτω τα τελευταία σαράντα χρόνια. Το ρέμα μπαζώθηκε, τα σπιτάκια έγιναν πολυκατοικίες, οι χωματόδρομοι ασφαλτοστρώθηκαν, οι τύποι με τις κασέτες στα καρότσια εξαφανίστηκαν. Έμειναν αυτοί που πουλάνε σουβλάκια και λουκάνικα -πολύ φοβάμαι του 1985.
Θυμάμαι παιδί στην Τούμπα, στα τέλη του ‘70, τζαμπατζής από το χέρι κανενός ηλικιωμένου κυρίου, άκουγα τους παππούδες να αφηγούνται ιστορίες που οι περισσότερες ξεκινούσαν με την απαραίτητη διευκρίνιση: «εγώ παιδί μου βλέπω τον ΠΑΟΚ από την πρώτη μέρα που ιδρύθηκε». Ήταν η εποχή που στα επίσημα της Τούμπας είχαν ακόμα θέσεις για τα ιδρυτικά μέλη του συλλόγου. Και να που βρέθηκα και εγώ, εκεί κοντά, στα επίσημα, να λέω σε έναν πιτσιρικά ότι θυμάμαι το πρωτάθλημα του 1976, τις φωνές από το γκολ του Γκουερίνο που φούσκωσαν τις κουρτίνες στα παράθυρα του σπιτιού μου.
Το ξέρω ότι το κάνω πολύ προσωπικό, αλλά δεν έχω μήτε τη γνώση, μήτε και τη διάθεση να σχολιάσω κάτι που το βλέπετε όλοι και υπάρχουν πιο ειδικοί από μένα για να προσθέσουν τη γνώμη τους. Και αφού, λοιπόν, το κάνω προσωπικό, επιτρέψτε μου να σας πω για τις τρεις φορές που, αυτήν την Κυριακή, με κατέλαβε η συγκίνηση στην Τούμπα.
Η πρώτη ήταν όταν ο Βιερίνια σηκώθηκε από τον πάγκο για να μπει στο γήπεδο. Δεν ξέρω τι αγαπώ περισσότερο σε αυτό το παιδί. Τον χαρακτήρα του ή την ποδοσφαιρική του αξία; Μάλλον τον συνδυασμό τους. Και το διάστημα της απουσίας του στη Γερμανία είναι που σε κάνει να πηγαίνεις κατευθείαν από το παιδί που είδες να έρχεται στην Τούμπα, στον άνδρα που σηκώνει το τρόπαιο. Η στιγμή που βάζει το πρόσωπο μέσα στα μουσκεμένα, από δάκρυα, χέρια, ακίνητος και αδύναμος δίπλα στη γραμμή του γηπέδου, είναι από τις πιο συγκλονιστικές ποδοσφαιρικές εικόνες που έχω δει. Και ήταν φάση χωρίς μπάλα.
Η δεύτερη στιγμή συγκίνησης ήρθε όταν είδα τα πρόσωπα και το ονόματα των παιδιών που χάθηκαν στα Τέμπη. Και επειδή εκείνη η μέρα έχει σημαδευτεί και από ένα θλιβερό προσωπικό γεγονός, η φόρτιση είναι μεγαλύτερη. Σήμερα αυτά τα παιδιά θα ήταν εκεί, γύρω στα σαράντα. Είκοσι χρόνια θα είχαν σκάψει την Ελλάδα πάνω-κάτω ή και μπορεί να άλλαζαν ζωή, να έκαναν κάτι άλλο. Έμειναν για πάντα σε μία νιότη παγωμένη, με ένα κασκόλ του ΠΑΟΚ στο λαιμό.
Η τρίτη στιγμή ήρθε όταν ο Βιερίνια σήκωσε το τρόπαιο, ακούστηκε το We are the Champions και σήκωσα το κινητό για το βίντεο. Και εκεί, τη στιγμή της γλυκιάς χαράς, κατάλαβα ότι ο μοναδικός άνθρωπος με τον οποίο θα ήθελα να το μοιραστώ, δεν είναι πια στη ζωή. Θα είχα σκίσει τον γάβρο Λυριτζή στα μηνύματα και στα τηλεφωνήματα. Γιατί τα τελευταία είκοσι χρόνια δεν έχει υπάρξει μεγάλο ποδοσφαιρικό γεγονός που να μην το έχω μοιραστεί με τον Βασίλη. Κανένα. «Επιτέλους το πήρατε ρε μαλάκες, σταματήστε να μας πρήζετε, ελάτε μετά από τριάντα χρόνια» θα έγραφε. Και μετά θα έστελνε και άλλο: «Πάντως δίκαια το πήρατε».
Εφυγα από την Τούμπα και κατέβηκα προς Λευκό Πύργο με τα πόδια. Χαμός. Δεν ήταν για μένα, πήγα για ύπνο. Ο 19χρονος θα ήταν κάπου εκεί μέσα.