Πρώτα να εξηγηθούμε. Ο καθένας έχει το δικαίωμα να είναι αντικομμουνιστής, αντίχριστος ή αντιολυμπιακός. Θα δεχτώ ότι μπορεί να στέκεσαι απέναντι σε μία ιδεολογία, όχι όμως και στους ανθρώπους που την ακολουθούν-τουλάχιστον μέχρι να αρπάξουμε τα κουμπούρια για να βάψουμε κόκκινες τις χιονισμένες πίστες των υπερήφανων βουνών μας. Θέλεις να είσαι αντικομμουνιστής; Δικαίωμά σου. Και οι «άλλοι» εκφέρουν το «φιλελεύθερος» ως ύβρι. Βέβαια, ο αντικομμουνιστής δημιουργούσε πληρότητα σε νησιά της άγονης γραμμής, αλλά, μεταξύ μας, είμαι σίγουρος ότι και οι απέναντι θα έκαναν ακριβώς, μα ακριβώς, τα ίδια. Όμως, μια και ανοίγουμε τις καρδιές μας, προς το παρόν μεταφορικά, θα ήθελα να σας πω ότι βρίσκω όλη αυτή τη συζήτηση γελοία. Όχι όμως και παράλογη.
Το πολιτικό μας σύστημα είναι χτισμένο πάνω στα θεμέλια του εθνικού διχασμού. Ο πολιτικός λόγος εκφέρεται διχαστικά και όχι συνθετικά. Πολιτεύεσαι για να αντιμετωπίσεις αυτό που μισείς, όχι για να συγκεράσεις αντικρουόμενες απόψεις. Αυτό το vintage εμφυλιοπολεμικό κλίμα, που γίνεται γραφικό στα social media, έχει πολιτικό και επικοινωνιακό υπόβαθρο. Όταν η πολιτική αντιπαράθεση γίνεται μεταξύ δύο πόλων, τότε πρέπει να αντλήσει ηθική και ιστορική νομιμοποίηση από την αρχική σύγκρουση. Δεν παράγουμε ιδέες, αναπαράγουμε την ίδια πόλωση σε διαφορετική μορφή.
Τη μία είναι ο Μπαλτάκος, την άλλη είναι ο Άδωνις ή ο τύπος με τα γουναράδικα και οι συνδικαλιστές με τα «ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-Μελιγαλάς.». Όλοι τους θρέφονται πολιτικά από την αντιπαράθεση. Απορώ, όμως, με τον Σαμαρά που, υποτίθεται, θέλει να δημιουργήσει τον μεγάλο πολιτικό φορέα του αστικού κόσμου. Επιτρέπει στον γραμματέα της κυβέρνησής του και σε έναν υπουργό να επιδίδονται σε κυνήγι κομμουνιστών στο Κολωνάκι. Θεσμικά είναι αντιδεοντολογικό. Επικοινωνιακά είναι κιτς. Και πολιτικά καταστροφικό.