Ο άνθρωπος μας έχει αράξει στον καναπέ, παρακολουθεί την κηδεία του Κωνσταντίνου και αναρωτιέται αν αυτός ο άνθρωπος ευτύχησε ή δυστύχησε στη ζωή του
Είναι κάποιες συμβάσεις στη ζωή που, πολύ συχνά, αλλοιώνουν την πραγματικότητα. Να, αυτό που συμβαίνει με τους γάμους και τις κηδείες. Ο γάμος πρέπει να φέρνει χαρά και η κηδεία λύπη. Ομως όλοι γνωρίζουν ότι υπάρχουν γάμοι για κλάματα και κηδείες για γέλια. Και όχι μόνο όταν σκεπάζονται από φαιδρότητα. Αν κάποιος παντρεύεται πολύ νέος, είναι για να τον κλάψεις. Και αν φεύγει πλήρης ημερών και εμπειριών, είναι για να τον χαρείς, να ζηλέψεις τη μοίρα του. Με αυτές τις σκέψεις, ο άνθρωπός μας, άραξε στον καναπέ, πήρε το τηλεκοντρόλ στο χέρι και άρχισε το ζάπινγκ για να παρακολουθήσει την κηδεία του Κωνσταντίνου. Το πολιτικό σκέλος τον αφήνει αδιάφορο. Δεν μπορεί, άλλωστε, να το διακρίνει. Δεν υπήρχε τίποτα πολιτικό σε αυτήν την κηδεία. Και αν υπήρχε, ήταν πιο νεκρό και από τον άνθρωπο στο φέρετρο. Ηταν ένα κοσμικό γεγονός με ιστορικές προεκτάσεις και γραφικές πινελιές, όπως οι άνθρωποι που πήγαν στη Μητρόπολη ενδεδυμένοι παραδοσιακές φορεσιές. Ταξιδιώτες του χρόνου. Ηρθαν από το παρελθόν και δεν το ξέρουν ούτε οι ίδιοι. Ο άνθρωπος μας θα ήθελε να εστιάσει στον Κωνσταντίνο όχι ως ιστορική φιγούρα και πολιτική προσωπικότητα, αλλά ως άτομο. Πέθανε άραγε ευτυχής ή δυστυχής; Αν μη τι άλλο, έχασε τον θρόνο του και δέχθηκε το ανάθεμα ενός λαού. Ηταν ευλογία ή κατάρα η απώλεια συνείδησης στα ύστερα του βίου; Είχε μία ζωή που ήθελε να τη θυμάται ή τα ολέθρια λάθη της νιότης των στοίχειωναν ως το τέλος του; Εζησε μέσα στη χλιδή και στην απόλαυση ή τον έπνιγε η οδύνη για όσα έχασε; Πρόκειται για πράγματα που δεν ενδιαφέρουν την Ιστορία. Ομως πολύ συχνά η Ιστορία γράφεται από αυτά τα πράγματα. Ανοιξε την τηλεόραση. Στα αριστερά της οθόνης ήταν ο Κώστας Ζαχαριάδης του ΣΥΡΙΖΑ. Και στα δεξιά το φέρετρο. Αλλαξε κανάλι. Πέτυχε τον Μπάμπη Παπαδημητρίου με το φέρετρο. Και στο επόμενο κανάλι ήταν η ίδια εικόνα με άλλον πολιτικό. Ο,τι και αν κάνεις, όπου και αν πας, δεν πρόκειται να γλιτώσεις από τους πολιτικούς και τον θάνατο.
Παρακολουθεί τις αφίξεις των υψηλών προσκεκλημένων. Σίγουρα οι κηδείες των royals πρέπει να είναι πιο βολικές από τους γάμους, ειδικά για τις κυρίες. Ο γάμος θέλει φαντασία, μελέτη του styling, επιλογή του σωστού καπέλου. Στην κηδεία φοράς κάτι μαύρο και είσαι εντάξει. Του κάνει εντύπωση πόσο όμορφοι είναι αυτοί οι άνθρωποι. Δεν το βρίσκει, όμως, περίεργο. Σε πολλούς από αυτούς κυριαρχούν σκανδιναβικά γονίδια που εξασφαλίζουν ανοιχτό χρώμα και ωραίο παράστημα. Επίσης αν εξετάσεις το γενεαλογικό τους δέντρο, θα διαπιστώσεις ότι οι πρόγονοί τους είχαν πάντα ελκυστικούς, ευπαρουσίαστους συντρόφους. Αν συνυπολογίσεις και την ευζωία δημοσία δαπάνη που κληροδοτείται από γενιά σε γενιά, τότε είναι λογικό οι παρουσίες να διακρίνονται από φυσική λάμψη που χορηγήθηκε με γενναιοδωρία από γενιές προγόνων.
Εφτασε η Αννα Μαρία. Tη βλέπει που κλαίει. Υπάρχουν πάντα δύο λόγοι για τους οποίους κλαίνε οι σύντροφοι των εκλιπόντων. Κλαίνε ή τον άνθρωπό τους ή τα χρόνια που ξόδεψαν δίπλα του. Η Αννα Μαρία δείχνει να βγάζει πόνο. Οπως και τα παιδιά του, ειδικά ο Νικόλαος. Ο άνθρωπός μας σκέφτεται ότι ο Κωνσταντίνος τα κατάφερε στα δύσκολα, να φτιάξει μία δεμένη οικογένεια, αλλά απέτυχε στα της δουλειάς. Συχνά δεν μπορείς να τα έχεις και τα δύο.
Τελείωσε η κηδεία, τώρα τα κανάλια έχουν συνδεθεί με το Τατόι όπου καταφθάνει η πομπή. Εχει μια πλάκα όλο αυτό καθώς βασιλείς και βασίλισσες διασχίζουν τα καμμένα, βλέποντας στο πλάι του δρόμου πρόχειρες αυθαίρετες κατασκευές, ψησταριές και κάτι περίεργες φάτσες με σημαίες στο χέρι. Και αν το δεις στον χάρτη, γίνεται ακόμα πιο χαριτωμένο. Το πρώην βασιλικό κτήμα συνορεύει βορείως με το Tatoi club και το γκολφ του. Νοτίως με το Μενίδι, δύο βήματα από το Ζεφύρι. Αλλά αυτή δεν ήταν, πρωτίστως, η δουλειά της βασιλείας; Να κρατάει το Μενίδι μακριά από το Tatoi Club. Ο άνθρωπος μας θα ήθελε να δει την ταφή. Εχει μία μεγαλειώδη θεατρικότητα η κάθοδος του φερέτρου στην είσοδο του Αδη. Ομως δεν μας την έδειξαν. Θυμήθηκε την κηδεία της Ελισάβετ, εκεί που όλα τέλειωσαν με ένα Σκωτσέζο να παίζει την γκάιντα. Ισως ένα μπουζούκι να έπρεπε στον δικό μας. Αλλά επειδή θα υπήρχαν ενστάσεις, ένας μπαγλαμάς θα ήταν το πρέπον.