Την προηγούμενη εβδομάδα το φάντασμα του Καραγάτση πήρε πόρτα-πόρτα τα social media, φωνάζοντας για όσα φοβερά και τρομερά μας επιφυλάσσει το κίνημα της πολιτικής ορθότητας δια της woke κουλτούρας. Και ξεκίνησε πάλι η γνωστή συζήτηση που οδηγεί εκεί όπου φτάνουν και τα χάμστερ όταν τρέχουν μέσα στη ρόδα τους: πουθενά. Από τη μία είναι οι μαχητές του woke, με τη ζέση νεολαίων του Μάο στην Πολιτιστική Επανάσταση. Και από την άλλη όσοι φρίττουν βλέποντας αρχές και στερεότυπα να καταρρέουν σαν κομμάτια από ντόμινο. Και στη μέση μία αρθρογράφος που εξέφρασε τη δυσφορία της για τη θέση του Καραγάτση απέναντι στις γυναίκες. Ναι, υπάρχουν πολλοί που τρομάζουν με όλα αυτά. Βλέπουν να σχηματίζεται ένας κόσμος «χωρίς φύλα», με τις παραδοσιακές αξίες να τσαλακώνονται σαν άχρηστο χαρτί και την κληροδοτημένη, από το παρελθόν, αυθεντία να υφίσταται τη βλασφημία της αμφισβήτησης.
Ομως μισό λεπτό. Αν περιγράφαμε τον κόσμο μας σε έναν άνθρωπο του 1900, θα παίρναμε προς απάντηση μία αντίστοιχη αντίδραση. Φανταστείτε τον να μαθαίνει για άνδρες ή γυναίκες που παντρεύονται μεταξύ τους, αποποινικοποημένη μοιχεία, ζευγάρια σε ελεύθερη συμβίωση με παιδιά εκτός γάμου και πάει λέγοντας. Τώρα κάποιος θα πει ότι συγκρίνω ανόμοια πράγματα. Την εξέλιξη των ηθών με την αμφισβήτηση κομματιού της πνευματικής κληρονομιάς. Εντάξει, λοιπόν, θα δοκιμάσω κάτι πιο παράτολμο. Οταν ο χριστιανισμός άρχισε να εξαπλώνεται ως ιδέα, ως κίνημα, στη δύση του αρχαίου κόσμου, οι πνευματικοί άνθρωποι, οι ορθολογιστές, τρόμαξαν. Στις αγορές συζητούσαν για την καινούργια ιδέα που, αν είναι δυνατόν, ξορκίζει την ευδαιμονία των ηδονών, τιμωρεί το σώμα με στερήσεις, καλεί τους ανθρώπους να αφιερώσουν τη ζωή τους σε αυτά που τους περιμένουν μετά θάνατο, υπόσχεται ανάσταση νεκρών και απαιτεί υπακοή σε έναν απρόσωπο τιμωρητικό Θεό που βασάνισε ως και τον Υιο Του. Ναι, στην αρχή ο χριστιανισμός αντιμετωπίστηκε ως κάτι εντελώς παράλογο, αντίθετο προς την ανθρώπινη φύση και την κρατούσα ηθική. Οι πρώτοι χριστιανοί που τάισαν λιοντάρια εθεωρούντο περίπου περιθωριακά φρικιά. Ξέρουμε βέβαια πού κατέληξε αυτή η ιστορία. Μας το θυμίζει η καμπάνα τα πρωινά της Κυριακής.
Τώρα θα πείτε ότι και πάλι συγκρίνω ανόμοια πράγματα. Ο χριστιανισμός είναι θρησκεία και απαντά στον μεγάλο υπαρξιακό φόβο του ανθρώπου, στον θάνατο. Η πολιτική ορθότητα απαντά σε ένα ερώτημα για τη ζωή. Ωστόσο αν αφαιρέσουμε το περιεχόμενο και εστιάσουμε στη δυναμική των κινημάτων, θα βρούμε πολλά κοινά στοιχεία. Ακόμα και ο λιθοβολισμός που δέχονται οι υπέρμαχοι της woke κουλτούρας παραπέμπει στο Κολοσσαίο. Ομως και πάλι μιλάμε για μία μάχη ηθών και αξιών. Και στις μάχες γίνονται και αγριότητες. Οπως οι χριστιανοί κατέστρεψαν αρχιτεκτονικά αριστουργήματα της αρχαιότητας για να χτίσουν ναούς, έτσι και οι της woke κουλτούρας γκρεμίζουν αυθεντίες και στερεότυπα για να οικοδομήσουν μία καινούργια κοινωνία. Και σταδιακά χτίζουν και το δικό τους Κολοσσαίο ταϊζοντας τα πεινασμένα και θυμωμένα λιοντάρια τους. Ουσιαστικά παίζεται το ίδιο σενάριο με παραλλαγές προσαρμοσμένες στην πάροδο των αιώνων. Οι χριστιανοί έκαιγαν ανθρώπους στην πυρά, οι woke κάνουν cancel. Οι χριστιανοί επέβαλαν την αυστηρή ηθική τους, οι woke αναθεωρούν και περιγράφουν έναν κόσμο απαλλαγμένο από τα παλαιά ήθη. Χριστιανοί και woke, στέκονται αδιάλλακτοι μπροστά σε αυτό που θεωρούν βλάσφημο. Και τα δύο κινήματα, εν αντιθέσει με τον κομμουνισμό, δεν διέθεταν, στην πρώτη τους εξάπλωση, κεντρική καθοδήγηση. Η δυναμική τους αιμοδοτήθηκε από την ανανέωση των γενεών και την κοινωνική εξέλιξη.
Αυτό που ζούμε και παρατηρούμε τώρα είναι η γέννηση ενός νέου κινήματος με τις ωδίνες του τοκετού. Απλώς πλέον δεν χρειάζεται αιώνες για να εξαπλωθεί μία ιδέα και να αποκτήσει κοινωνικές ρίζες. Σε κάποιες περιπτώσεις αρκούν και λίγα χρόνια. Η αρθρογράφος που αμφισβήτησε τον Καραγάτση λιθοβολήθηκε και μετά ρίχτηκε στην αρένα του Κολοσσαίου. Αυτό που αδυνατούν να κατανοήσουν όσοι κρατούν την πέτρα είναι ότι δεν έχουν να κάνουν με έναν άνθρωπο σαν και αυτούς, αλλά με ένα καινούργιο είδος που θα βαδίσει ως το τέλος του αιώνα. Και τότε δεν θα έχει καμία σημασία πώς βλέπαμε εμείς τον κόσμο, αλλά το πώς θα τον ζουν εκείνοι.
*Ο τίτλος είναι παραφθορά του «Wake me up before you go, go» των Wham