Οταν πεθαίνει ένας νέος άνθρωπος συνήθως σκέφτομαι μέχρι πού μπορούσε να φτάσει η γραμμή της ζωής του. Να, ο μαθητής που αυτοκτόνησε στο δωμάτιό του. Ηταν 14 ετών. Υπό κανονικές συνθήκες, θα περπατούσε αυτόν τον αιώνα ως το τέλος του. Οχι. Εμείς θα δούμε περισσότερα. Ομως πίσω από το φέρετρό του, ξεκινούσε μία άλλη, αόρατη, γραμμή θυμάτων. Δεν είναι μόνο η ζωή που χάθηκε. Είναι και οι ζωές που υπέστησαν πληγή βαριά, βλάβη ανήκεστο. Πώς, αλήθεια, θα το ξεπεράσουν αυτοί οι γονείς; Δεν πρόκειται. Θα είναι σαν ο καρπός τους να τους τραβάει μέρα με τη μέρα κοντά του. Να φεύγει το παιδί σου και εσύ να βρίσκεται στο διπλανό δωμάτιο; Και να σου μένει τώρα μία ολόκληρη ζωή, όσο έχει ακόμα στο ποτήρι σου, να σκέφτεσαι τι έκανες σωστά και τι πήγε λάθος. Να ρωτάς τον εαυτό σου αν του στέρησε χάδι και αγκαλιά, αν θα μπορούσε να το σώσει.
Και πιο πίσω, σε αυτή τη γραμμή με τις λαβωμένες ζωές, είναι οι συμμαθητές. Αυτοί που κορόιδευαν το παιδί για τα κιλά του, ξεσπώντας πάνω του, εκμεταλλευόμενοι την αδυναμία του. Παιδιά είναι και αυτά, βουτηγμένα στην αγριάδα της εφηβείας. Αυτά ναι, θα τον βγάλουν τον αιώνα. Ομως πώς θα ζήσουν από εδώ και πέρα; Οι τύψεις και οι ενοχές θα κάνουν στις ψυχές τους τη σπορά του κακού. Και η μάχη μέσα τους θα κρατήσει μια ζωή, θα δοθεί σε λευκές νύχτες και σε πολυθρόνες ψυχοθεραπευτών. Στις καλές μέρες θα συγχωρούν, θα δικαιολογούν τον εαυτό τους επικαλούμενοι το άγουρο της νιότης. Οι κακές θα είναι μαύρες σαν το βαθύ σκοτάδι. Μπορείς, αλήθεια, να ξεχάσεις κάτι τέτοιο; Και ίσως είναι και κάποιοι γονείς αυτών των παιδιών στη σειρά. Οι πιο ευαίσθητοι, που θα σκεφτούν αν έφταιξε κάτι που έκαναν ή δεν έκαναν οι ίδιοι στο μεγάλωμα των βλαστών τους. Στο βάθος της γραμμής μπορεί να ξεχωρίζει και η φιγούρα κανενός καθηγητή που αδιαφόρησε στη βία ή δεν έδωσε σημασία στην κοροϊδία. Οταν φεύγει έτσι ένα παιδί, μαζεύει κομμάτια από πολλές ζωές στο φέρετρό του.