Ο Γιάννης ξέρει να φτιάχνει ωραίες ομελέτες. Επιμένει δε πως αν βάλεις μέντα στην ομελέτα θα της δώσεις προσωπικότητα. Πρώτα θα συζητήσεις μαζί της και μετά θα τη φας. Δεν έχω άποψη (ίσως και να μη θέλω να αποκτήσω), αλλά υπάρχει τουλάχιστον ένας άνθρωπος που πληρώνει τον Γιάννη για να φτιάχνει ομελέτες με μέντα. Είναι ένας εστιάτορας σε κυκλαδίτικο νησί που είπε να προσφέρει ξεχωριστό πρωινό σε καλή τιμή. Ο Γιάννης, λοιπόν, έφυγε από την Αθήνα με γυναίκα και παιδιά, στριμώχτηκαν όλοι μαζί σε ένα δωμάτιο στο νησί και μετρούν το καλοκαίρι με μέρες και αυγά. Πάλι καλά, μπορούσαν να είναι και χειρότερα. Ο Γιάννης και η κυρία του δούλευαν σε εταιρία που έκλεισε λόγω της κρίσης. Ασχολούνται με γραφιστική και σχεδιασμό εντύπων. Αλλά τα μόνα έντυπα που τυπώνονται σήμερα είναι τα αγγελτήρια κηδειών-ένα από αυτά είχε το κλείσιμο της εταιρίας και πληροφορούσε το ζεύγος μας ότι ο στρατός των ανέργων το περιμένει για κατάταξη. Η οικογένεια Γιάννη μετακόμισε στο νησί. Ο Γιάννης με τα αυγά, η σύζυγος απασχολείται το Σαββατοκύριακο σε μπαρ. Για όλο το καλοκαίρι θα μαζέψουν γύρω στα πέντε χιλιάρικα. Μαύρα. Θα έχουν και ταμείο ανεργίας ως τον Σεπτέμβριο. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι μέχρι τα Χριστούγεννα θα βγουν άνετα, όπως λένε. Μετά;
Την ίδια ακριβώς απορία έχει και ο Στάθης που, μαζί με τη σύζυγο του, δοκιμάζουν, ως πελάτες, την ομελέτα του Γιάννη. Ο Στάθης είναι αδιόριστος εκπαιδευτικός και μακαρίζει τον πατέρα του που τον έστειλε και έμαθε κιθάρα. Μαζί με μία παρέα παίζουν μουσική στους δρόμους του νησιού, επενδύοντας στην καλοσύνη και στο γούστο των τουριστών. Καλός μουσικός, όχι σαν εκείνους που μεταχειρίζονται τις χορδές σαν μαλλιά γυναίκας καθώς τη σέρνουν στη σπηλιά τους. Μου λέει ότι πριν από τρία χρόνια ήταν σαφώς καλύτερα, αν και η εφορία τον ήξερε ως φτωχό. Μαύρα από τα ιδιαίτερα, μαύρα από την ταβέρνα που έπαιζε Σαββατοκύριακα, στη δήλωση έμπαινε μόνο ο μισθός της συζύγου. Τώρα τα ιδιαίτερα περιορίστηκαν, η ταβέρνα δεν βάζει μουσική και ο Στάθης κάνει κάμπινγκ παίζοντας μουσική στο δρόμο. Δεν ξέρει τι θα κάνει το χειμώνα αν και, μεταξύ μας, όταν δεν έχεις παιδιά ο χειμώνας έρχεται όποτε τον φωνάξεις εσύ.
Στα νησιά μπορείς να φτιάξεις ένα μπουκέτο με αμέτρητες ιστορίες γύρω από δουλειές του ποδαριού. Ακόμα και αν δεν τις αναζητήσεις εσύ, θα στις φέρει ο αέρας ή ο τύπος που σου σερβίρει τον καφέ. Θα στη διηγηθεί ο σερβιτόρος ή αυτός που σέρνει το καρότσι με τα εμφιαλωμένα. Σε μία χώρα όπου η πραγματική ανεργία μάλλον προσεγγίζει το 22% οι δουλειές του καλοκαιριού είναι κάτι σαν το βοτάνι, το γιατροσόφι, στον άρρωστο. Οι περισσότερες σκιώδεις, με μαύρες αμοιβές, ανασφάλιστες και με τα περίφημα κλιμάκια των «Ράμπο» να επιδεικνύουν ανοχή. Επίσης δεν μπορείς να ξέρεις κατά πόσο αλλοιώνουν, έστω για λίγο, την πραγματική εικόνα του εργασιακού χάρτη. Είναι άγνωστο, ας πούμε, πόσοι από τους εποχικούς εργαζόμενους είναι δηλωμένοι ως άνεργοι και εισπράττουν επίδομα. Μικρή σημασία έχει. Γιατί σχεδόν στο σύνολο τους είναι άνθρωποι χωρίς κανονική απασχόληση, δικαιώματα, ασφάλιση και περίθαλψη. Μη σμίγετε τα φρύδια προβληματισμένοι. Προσπαθήστε να φανταστείτε πώς θα ήταν η κοινωνία αν δεν υπήρχαν αυτές οι συγκυριακές ευκαιρίες του καλοκαιριού, οι δουλειές που δίνουν στέγη, φαγητό και κάτι περισσότερο από χαρτζιλίκι. Μπορεί ως πρόταση να δείχνει ανορθόγραφη, αλλά τι θα ήταν η Ελλάδα μας χωρίς τη σκιώδη οικονομία και απασχόληση; Μία κανονική χώρα, θα πείτε. Ναι, αλλά και πιο φτωχή στην καθημερινότητά της, με μια αλήθεια πιο σκληρή.