Το 1975 ο Θωμάς Μπακαλάκος κυκλοφόρησε τον δίσκο «Αγροτικά», που γρήγορα επένδυσε την έφοδο της «Αλλαγής» στην ύπαιθρο. Στο «Όχι δεν πουλάμε» ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου τα βάζει με τους μεσάζοντες και τους προειδοποιεί ότι δεν θα κερδοσκοπήσουν εις βάρος του αγροτικού εισοδήματος. Βέβαια η έννοια του μεσάζοντα δαιμονοποιήθηκε για χάρη της συνθηματολογίας.
Αυτές τις μέρες, που οι παραγωγοί της πατάτας πούλησαν σε χαμηλή τιμή, έχασαν μεροκάματο οι άνθρωποι που συσκευάζουν, μεταφέρουν και στο τέλος πωλούν τα προϊόντα στη λαϊκή. Κανένας δεν ενδιαφέρθηκε. Αν η παράκαμψη είχε χαραχθεί από πολυεθνική – που θα αποφάσιζε να διαθέσει αφορολόγητα και σε χαμηλή τιμή αγροτικά προϊόντα – θα είχαν σηκωθεί και οι πέτρες από τα χωράφια. Όσο όμως οι άνθρωποι φαντάζονται ως περιττούς μεσάζοντες όλους τους κρίκους της διακίνησης, τόσο το σύνθημα θα αγιάζει τα μέσα. Ασφαλώς και είναι υπέροχο να αγοράζεις πατάτες σε τόσο χαμηλή τιμή. Όμως αυτοί που υφίστανται την απώλεια του εισοδήματος, δεν αντιστοιχούν, πάντα, στο σκίτσο υπόπτου που φτιάχνεις στο μυαλό σου.
Σε λίγες μέρες θα διατεθεί λάδι από τον παραγωγό στον καταναλωτή. Άμεσα. Υποθέτω με τον παραδοσιακό τενεκέ, χωρίς κανέναν έλεγχο και τυποποίηση. Κάποιοι συμπατριώτες μας θα βουτήξουν το ψωμάκι τους σε αγνό ορυκτέλαιο ή σε νοθευμένο ελαιόλαδο και σιγά μη βρεθεί ο παραγωγός. Σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις η Ελλάδα είναι απίστευτα μεγάλη. Αν ακουστεί μία φωνή που θα λέει ότι η απουσία τυποποίησης είναι επικίνδυνη για τη δημόσια υγεία, θα την αποδώσουν στο υποβολείο της τρόικας. Λογικό. Το σύνθημα εξαγνίζει και το ιδεολογικό περίβλημα καλύπτει τα πάντα. Πώς να ανθίσει η λαμογιά κάτω από τον ήλιο των αγνών προθέσεων; Το πολύ να βγει και το κίνημα του «Δεν πληρώνω» να σηκώσει τις μπάρες να περάσουν τα λάδια.
Μέρα με τη μέρα το σύνθημα, ως σχήμα, καταλαμβάνει όλο και μεγαλύτερο χώρο στο δημόσιο λόγο. Όσο και αν είναι ενοχλητικό, δεν πρέπει να θεωρείται παράλογο. Για πρώτη φορά μετά την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού στην Ελλάδα εμφανίζεται ένα νέο πεδίο για την αντιπαράθεση ιδεών. Πείτε το όπως θέλετε, ακόμα και για την ονομασία θα μαλώσουμε: μνημονιακοί-αντιμνημονιακοί; Υπέρ ή κατά των μεταρρυθμίσεων; Ευρώ ή δραχμή; Προσθέστε ένα δικό σας ρινγκ και θα βρεθούν αμέσως απόψεις για να τεντώσουν τα σχοινιά του. Εν τέλει δεν είναι απαραιτήτως κακό. Όσες βλακείες και αν ακούς εκατέρωθεν, όσο και αν μας ταλαιπωρεί ο νέος εμφύλιος, ο Έλληνας εκδηλώνει αντανακλαστικά αντίστοιχα εκείνων της μεταπολίτευσης. Τότε γέμιζε τα στάδια για να ακούσει Θεοδωράκη. Τώρα εστιάζει περισσότερο στον Βαρουφάκη. Τότε αναζητούσε συλλογική έκφραση στα κόμματα. Τώρα εκφράζεται μέσα από νέα σχήματα, αξιοποιεί το δίκτυο, η συλλογικότητα αποτυπώνεται και εδώ.
Ναι, ο Έλληνας πολιτικοποιείται ξανά. Θεωρητικά ήταν πολιτικοποιημένος και στην εποχή της ανεμελιάς. Αλλά μόνο προσχηματικά. Για το μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού η προσέγγιση της πολιτικής είχε πελατειακό χαρακτήρα, γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι ο αστικός ευρωπαϊκός προσανατολισμός είναι εξασφαλισμένος. Τα πράγματα έχουν αλλάξει. Η βελόνα λες και το σκέφτεται πάνω στο μαγνήτη, ενώ όσοι έχουν αντίθετη άποψη, αισθάνονται πλέον ότι μπορούν και να τη διεκδικήσουν στην πράξη. Ενδιαφέρον. Όμως, τι κρίμα, τόσο άγονο! Έχουμε μέτωπα, αλλά ρίχνουμε με άσφαιρα. Παράγουμε αντιπαραθέσεις, αλλά όχι πολιτικό λόγο. Ακόμα και αυτοί που όφειλαν να τον αρθρώσουν, περιορίζονται στην περιχαράκωση συνθημάτων μέσα σε κάτι που παριστάνει το ιδεολογικό πλαίσιο, αλλά δεν είναι. Και όμως, ιστορικά οι κρίσεις γεννούν ιδέες, μόνο που τις περισσότερες φορές γεννούν τις άσχημες ιδέες. Εδώ θα μπορούσε να προκύψει κάτι καινοτόμο, όχι αμήχανο και αρκετά δημιουργικό. Η έλλειψη του αποδίδεται στην κακή πολιτική παιδεία της μεταπολίτευσης. Δεν υπάρχουν ωδίνες. Υπάρχει μόνο πόνος.