Μερικές φορές πιστεύω ότι κανάλια όπως το Discovery ή το National Geographic πρέπει να σημαίνονται ως ακατάλληλα για ανηλίκους ή, έστω, η παρακολούθηση τους να προϋποθέτει τη γονική συναίνεση. Διότι δεν δείχνουν μόνο ενδιαφέροντα πράγματα. Δείχνουν και ηλίθια. Συχνά δε, παρακολουθώ τις εκπομπές γέρνοντας το κεφάλι στο πλάι, όπως το κουτάβι στην πρώτη του βόλτα.
Βλέπω τον τύπο να σκαρφαλώνει στον παγετώνα και αναρωτιέμαι αν είναι γενναίος ή μαλάκας. Πιθανότατα είναι και τα δύο. Ο γενναίος πρέπει συχνά να είναι και μαλάκας-το αντίστροφο δεν ισχύει, εννοείται. Ίσως, βέβαια, να μη δικαιούμαι δια να ομιλώ, όντας κινούμενος με ποδήλατο στην Αθήνα. Όμως, εντάξει, είναι άλλο να έχεις ένα τρόλεϊ από δίπλα κατεβαίνοντας την Κηφισίας και άλλο να κατεβαίνεις το ποτάμι με το κανό και να είναι από δίπλα η αρκούδα που πιάνει σολομούς. Τώρα για να είμαι ειλικρινής, θα σας πω ότι θαυμάζω αυτούς τους τύπους. Ζηλεύω την τρέλα και τη γενναιότητα τους. Όμως κανένας τους δεν είναι σαν τον άνθρωπο που είδα το απόγευμα της 17ης Ιουνίου 2010 στο Μπλουμφοντέιν της Νοτίου Αφρικής. Η Ελλάδα παίζει με τη Νιγηρία για το παγκόσμιο κύπελλο. Το λεωφορείο μας παρκάρει κάτω από μία γέφυρα που μου θυμίζει έντονα Κηφισό, δηλαδή περιμένω να δω απέναντι το ΚΤΕΛ Θεσσαλονίκης. Κατευθυνόμαστε στο γήπεδο. Και τότε τον είδα. Έλληνας, με τη σημαία στην πλάτη. Αποσπάστηκε από την ομάδα. Πέρασε στην άλλη πλευρά του δρόμου σε μία σκοτεινή γωνιά. Και αγόρασε βρώμικο από υπαίθρια ψησταριά. Να κατέβουν οι ορειβάτες από το Έβερεστ να τον προσκυνήσουν. Βρώμικο στην Αφρική δεν τρως. Εκτός και αν θες να αυτοκτονήσεις. Αλλά αν θέλεις να αυτοκτονήσεις, γιατί να τραβιέσαι στην Αφρική; Και όμως, ο άνθρωπος μας επέστρεψε στο γκρουπ με δύο φέτες ψωμί και κρέας. Α, ναι, ήταν κρέας. Το πρόβλημα είναι ότι κανένας δεν ήξερε τι κρέας ήταν. Και κανένας δεν τόλμησε να ρωτήσει. Δύο γυναίκες έκαναν το σταυρό τους.
«Φιλαράκι είναι καλό;» τον ρώτησα. «Μια χαρά είναι, θέλεις;» απάντησε. Δεν το στέρησα την απόλαυση. «Το πιστεύεις ότι δεν μπορώ να δω μπάλα χωρίς βρώμικο;» συνέχισε. «Ναι, αλλά αυτή μπορεί να είναι η τελευταία φορά που βλέπεις» είπα. Τον είδα και στο παιχνίδι με την Αργεντινή. Πάλι με βρώμικο στο χέρι. Τον προέτρεψα να γράψει κάπου την ιστορία του για να γίνει ταινία. Είδα το ματς με την Αργεντινή τυλιγμένος με κουβέρτα, καθώς έκανε παρά πολύ κρύο. Δίπλα μου καθόταν μία κυρία από την Κύπρο. «Το δικό μας το 10 είναι πιο καλό από το δικό τους» παρατήρησε κάποια στιγμή. «Καλό παιδί να είναι» της είπα και έπνιξα μέσα μου την ανάγκη για βρώμικο.
Γενικά, η ατμόσφαιρα στα παιχνίδια του Μουντιάλ είναι πολύ πολιτισμένη για μας. Αισθάνεσαι σαν τον κροκοδειλάκια στη Νέα Υόρκη. Τη στιγμή δε που φωτογραφίζεσαι αγκαλιά με τους αντιπάλους αλλοεθνείς, καταλαβαίνεις πόσο μεγάλο είναι το πρόβλημα που έχεις πίσω στην πατρίδα, όπου μισείς όποιον κάθεται απέναντι. Και μετά είναι και άλλα: θέσεις άνετες, δεν ακούς μπινελίκια, καπνίζουν ελάχιστα ως καθόλου, βγαίνεις με ασφάλεια από το γήπεδο. Μιλάμε για βαρβαρότητα. Για αυτό, ακόμα και αν μπορούσα, δεν θα πήγαινα στη Βραζιλία. Το Μουντιάλ το βλέπεις στον τόπο σου, τελεία και παύλα. Αποχαυνωμένος από τσίκνα και μπύρες. Να ανοίγεις το στόμα να φωνάξεις, αλλά να σου βγαίνει το ρέψιμο από το τζατζίκι. Με την κοιλιά φουσκωμένη και το χέρι να διώχνει τις στάχτες που πέφτουν πάνω της, μην κάψουμε καμιά μπλούζα κιόλας. Το δαχτυλάκι να καθαρίζει μύτη ή αυτί, αλλά να τεντώνεται απότομα και απειλητικά, όταν θέλει να καταγγείλει ή να υποδείξει. Το κορμί να ανασηκώνεται κατά το ήμισυ, με γόνατα που παραμένουν λυγισμένα, ενώ το σορτς χαμηλώνει αποκαλύπτοντας την τριχοφυΐα και την αρχή της γλουτιαίας σχισμής. Στη μπάλα δεν υπάρχουν βλακείες «για τα νιάτα του κόσμου που δίνουν τον ευγενή αγώνα». Καλοπληρωμένα ρεμάλια τρέχουν και εσύ απολαμβάνεις βάζοντας τα δόντια στη σάρκα σφαγμένων κοπαδιών. Έλα ρε Αργεντινή, αρρώστια μου και απωθημένο μου!