Η σκιά που ρίχνει ο Αλέξης Τσίπρας στο πολιτικό τοπίο είναι, ασφαλώς, μεγαλύτερη από το μπόι του. Και αυτό δεν προκύπτει μόνο από τον θεσμικό ρόλο του. Είναι και αποτέλεσμα των αντανακλαστικών που διεγείρει σε κομμάτι του εκλογικού σώματος. Για να το θέσω αλλιώς, αν ο Μητσοτάκης απολαμβάνει ακόμα υψηλά ποσοστά αποδοχής, αυτό το οφείλει σε κάποιο βαθμό και στον Τσίπρα.
Οι μνήμες είναι ακόμα νωπές και υπάρχει ένα μεγάλο κομμάτι του κεντρώου ακροατηρίου που είναι ικανό να συγχωρέσει τα πάντα στον Μητσοτάκη, αρκεί να μην ξαναδεί τον Τσίπρα στο Μαξίμου. Και όσο κυκλοφορεί ως ανέκδοτο το «τι θα γινόταν τώρα με ΣΥΡΙΖΑ», τόσο ο Μητσοτάκης θα υφίσταται μικρότερες εκροές πολιτικού κεφαλαίου. Βέβαια, αυτά τα πράγματα ξεπερνιούνται από τον χρόνο, η πραγματικότητα έχει πάντα πιο ισχυρό αποτύπωμα από τις αναμνήσεις. Ωστόσο, είναι στιγμές που νομίζεις ότι ο Αλέξης καταβάλλει συνειδητή προσπάθεια γα να στηρίξει τον φίλο του τον Κυριάκο.
Στη Βουλή τον αποκάλεσε «πολιτικό απατεώνα». Ο Τσίπρας… Εντάξει, δεν γελάσαμε όλοι, υπάρχει και ένα συμπαγές κοινό ψηφοφόρων που θα χειροκρότησε. Ωστόσο, ο ψύχραιμος ακροατής βλέπει μπροστά του την αντίφαση, θυμάται και απορεί. Τώρα ο Τσίπρας καθιστά τον Μητσοτάκη προσωπικά υπεύθυνο για την καταστροφή στη Μόρια. Και αυτό είναι αστείο. Οχι επειδή δεν έχει ευθύνες και ο Μητσοτάκης –επί επιτελικού κράτους ευθύνεται για τα πάντα– αλλά επειδή το λέει ο Τσίπρας. Δηλαδή, δεν χρειάζεται να βγει υπουργός και να μας θυμίσει, κουνώντας το δάχτυλο, το έργο του ΣΥΡΙΖΑ στη διαχείριση του Προσφυγικού. Μας το θυμίζουν μόνοι τους.
Καμιά φορά σκέφτομαι ότι μπορεί να συμβαίνουν μόνο δύο πράγματα: είτε στον ΣΥΡΙΖΑ δεν έχουν αντίληψη των πραγμάτων είτε έχουν εμάς για ηλίθιους. Το πιθανότερο είναι ότι συμβαίνουν και τα δύο ταυτοχρόνως. Απέναντί τους βρίσκεται μία κυβέρνηση που έχει υστερήσει σε πολλές από τις κομβικές μεταρρυθμιστικές εξαγγελίες της και αυτοί επιμένουν να αντιπολιτεύονται πάνω σε θέματα για τα οποία θα έπρεπε τουλάχιστον να σιωπούν, αν όχι να απολογούνται.
Κατά κάποιον τρόπο, ο Τσίπρας εξελίσσεται σε ατού για τον Μητσοτάκη, καθώς πολιτεύεται με τρόπο που προσβάλλει τη νοημοσύνη του κεντρώου εκλογικού κοινού. Απευθύνεται σε ένα αντιδεξιό, αντιμητσοτακικό ακροατήριο, το οποίο είναι πρόθυμο να κάνει εκπτώσεις στη μνήμη και στη λογική. Θα βρει πελάτες, αλλά δεν φτάνουν.
Κάπως έτσι η κυβέρνηση, αντί να δέχεται σοβαρή κριτική, βρίσκει απέναντί της μία αντιπολίτευση που συχνά κινείται στις παρυφές της γραφικότητας, υιοθετώντας ξεπερασμένους κώδικες, κούφια συνθήματα και αφορισμούς κοπής 80s. Και έτσι εξηγείται σε κάποιο βαθμό και η ευρεία δημοφιλία του Μητσοτάκη. Τι άλλο υπάρχει αυτή τη στιγμή;