Ο άνθρωπος μας έχει παρακολουθήσει όλες τις στρατιωτικές παρελάσεις της 25ης Μαρτίου από το 1955 μέχρι σήμερα. Και πιστεύει ότι κάθε παρέλαση θα έπρεπε να ανοίγει με ένα τιμητικό άγημα ηλικιωμένων
Στις παρελάσεις ο τηλεοπτικός σκηνοθέτης συνήθως επιλέγει παιδικά πρόσωπα έτσι ώστε να αραιώσει με λίγη αθωότητα τον αυστηρό και απόλυτα ευθυγραμμισμένο χαρακτήρα του θεάματος. Αλλωστε τα παιδιά, που καλό είναι να φέρουν και χάρτινη σημαία στο χέρι, συμβολίζουν το μέλλον, την εθνική συνέχεια. Αντιθέτως, ο φακός αποφεύγει τους ηλικιωμένους που στέκονται πίσω από το διαχωριστικό σχοινί, στην άκρη του πεζοδρομίου, συχνά έχοντας ένα εγγόνι μπροστά τους. Κακώς. Μέσα στις ρυτίδες αποθηκεύεται η ζώσα μνήμη. Και αν ο σκοπός της παρελάσεως, πέρα από την τόνωση του εθνικού φρονήματος, είναι η απόδοση τιμής, τότε ένα τάγμα ηλικιωμένων έπρεπε να ηγείται των πεζοπόρων τμημάτων. Μία παρέλαση περήφανων ογδοντάρηδων που έφτασαν ως το τέλος του δρόμου, κουβαλώντας τη χώρα στην πλάτη τους. Οχι μόνο επειδή έκαναν παιδιά, απέκτησαν εγγόνια, πλήρωσαν φόρους και έβαλαν τη δική τους πέτρα στο εθνικό οικοδόμημα. Αλλά επειδή ποτέ δεν έπαψαν να ελπίζουν ή να πιστεύουν σε αυτήν τη χώρα. Είναι εύκολο να φουσκώσεις τα μυαλά ενός νέου με συναίσθημα και σχήματα με εθνικό φορτίο. Ομως το μυαλό του γέρου, αν στέκει ακόμα, είναι βουτηγμένο στην αλήθεια και έχει δυσανεξία στους μύθους. Για αυτό και θα έπρεπε να ανοίγουν την παρέλαση ως σημαιοφόροι. Τα ξέρουν όλα, αλλά σηκώνουν τη σημαία ψηλά.
Σήμερα ο άνθρωπος μας είναι ένας καλοστεκούμενος κύριος 75 ετών που παρακολουθεί τη στρατιωτική παρέλαση της 25ης Μαρτίου. Είναι γιος βετεράνου του αλβανικού μετώπου και έχει παρακολουθήσει όλες τις παρελάσεις από το 1955μέχρι σήμερα. Ως παιδί πρόλαβε στις παρελάσεις τον λόχο με τους αγωνιστές του Μακεδονικού Αγώνα, αληθινούς μακεδονομάχους με τις στολές και τον οπλισμό τους, συμπολεμιστές του Παύλου Μελά. Και μετά ακολουθούσαν οι πολεμιστές της Πίνδου. Ανδρες στα 35 και στα 40 τους. Σήμερα θα ήταν νέοι, τότε εθεωρούντο μεσόκοποι. Πήγαιναν μπροστά οι πεζοί και ακολουθούσαν οι ανάπηροι πολέμου μέσα σε μπλε αμαξίδια, με παραστάτες νοσοκόμες του Ερυθρού Σταυρού. Και από πίσω τα πεζοπόρα τμήματα. Περνούσαν πρώτα οι σακαταμένοι, οι ακρωτηριασμένοι του πολέμου και ύστερα τα νέα παλικάρια. Πρώτα έβλεπες τον σακάτη και μετά πώς ήταν πριν τον πόλεμο. Ο άνθρωπος μας διέκρινε σε αυτήν την αντίθεση το ισχυρότερο αντιπολεμικό μήνυμα. Και πάντα απορούσε πώς είναι δυνατόν να μη το βλέπουν οι διοργανωτές της παρέλασης. Οσο μεγάλωνε έβλεπε να αλλάζει η σύνθεση της εξέδρας των επισήμων. Θυμάται τους βασιλείς, έφιππους εύζωνες, αξιωματικούς στολισμένους με εντυπωσιακά καπέλα και βαριά ξίφη. Μετά ξεπήδησαν οι συνταγματάρχες που έγιναν στρατηγοί, αλλά στέκονταν στην εξέδρα σαν συμπέθεροι σε επαρχιώτικο γάμο. Υστερα ήρθε η Δημοκρατία που ανέβασε περισσότερους στις θέσεις των επισήμων. Και ήταν κάτι στιγμές, ειδικά επί Ανδρέα, που νόμιζες ότι βλέπεις κομπανία σε λαϊκό πάλκο, τους έλειπαν μόνο τα όργανα. Οι πρόεδροι, που πήραν τη θέση του βασιλιά, έστεκαν όλοι ευθυτενείς, με βλέμμα που εξέπεμπε όραμα και αυτοπεποίθηση. Ομως η Κατερίνα Σακελλαροπούλου στέκεται αλλιώς. Δεν κοιτάζει αφηρημένα στο βάθος. Εχει τα μάτια χαμηλά, ταπεινά μπροστά στη σημαία. Δεν ευχαριστεί, απλώς, τον επικεφαλής. Του μεταφέρει την ευγνωμοσύνη της. Και είναι εντυπωσιακό αυτό που παρατηρεί ο άνθρωπός μας. Μπορεί να μη σε συγκινούν τα άρματα και οι στρατιώτες, οι σημαίες και τα εμβατήρια. Σε συγκινεί, όμως, το ύφος αυτής της γυναίκας.
Στα 75 του, ο άνθρωπος μας, έχει μάθει να απορρίπτει με μία έκφραση αηδίας εκείνους που, κάθε χρόνο τέτοιες μέρες, λένε ότι δεν στεκόμαστε αντάξιοι ηρωικών προγόνων. Καμιά φορά θέλει να τους πει ότι είναι οι πρόγονοι που στέκονται λειψοί μπροστά σε μας. Εχουμε πετύχει το αδιανόητο. Μία ρημαγμένη οθωμανική επαρχία, με κατοίκους αγροίκους, ληστές, τσομπάνηδες και κατσαπλιάδες, χρειάστηκε μόλις δύο αιώνες για να πολλαπλασιάσει την έκτασή της, να αποκτήσει το ισχυρότερο νόμισμα στον κόσμο και να ανήκει στον κλειστό κύκλο των δημοκρατικών χωρών που ευημερούν. Ακόμα και η γκρίνια και η απαξίωση αυτών των επιτευγμάτων, είναι προνόμιο που κατακτήθηκε. Την ώρα που περνάει το Πυροβολικό, εκεί όπου υπηρέτησε ο άνθρωπος μας, σκέφτεται τι έζησε η δική του γενιά. Ξεκίνησε σε μία χώρα ρημαγμένη από τον πόλεμο και τον Εμφύλιο, που έχασε τη νιότη της στην ξενιτιά, παιδεύτηκε από πολιτική ανωμαλία και σπαραγμούς, χρεοκόπησε, ξαναστάθηκε στα πόδια της. Δεν ήταν εύκολη η ζωή του. Δεν ήταν όμως και πληκτική. Ζηλεύει, κάπως, τη νιότη που περνάει μπροστά από τα μάτια του. Είναι παιδιά που θα φτάσουν, σχεδόν, ως το τέλος του αιώνα. Πώς θα είναι ο κόσμος όταν η σημερινή νιότη πάει πίσω από το σχοινί της παρέλασης; Θα είναι καλύτερος. Πάντα είναι καλύτερος.