Ο άνθρωπος μας εργάζεται σε γνωστό νησί. Μένει, με άλλους δύο, σε δωμάτιο πίσω από το αεροδρόμιο, υπό το φόβο της υστερικής σπιτονοικοκυράς που δεν την αγγίζει μήτε Αστυνομία, μήτε Εφορία. Και σκέφτεται ότι υπάρχουν και χειρότερα
Τώρα φεύγει η Transavia για Παρίσι, είναι η τελευταία πτήση πριν κλείσει το αεροδρόμιο. Για τις επόμενες τρεις ώρες θα υπάρχει ησυχία, εκτός και αν αρχίσουν πάλι τα σκυλιά της σπιτονοικοκυράς. Λίγο πιο πάνω υπήρχε και ένας κόκορας, αλλά τον έσφαξαν κάτι Αλβανοί, να είναι καλά τα παιδιά, ησύχασαν κάπως. Οι δύο μικροί ροχαλίζουν. Θα βάλει ωτασπίδες και θα αναμετρηθεί με τον ύπνο, όπως κάνει κάθε βράδυ. Θα κοιμηθεί ένα σκάρτο τρίωρο, μέχρι να ακουστεί το ξυπνητήρι του πρώτου πιτσιρικά. Μισή ώρα μετά θα σηκωθεί και ο άλλος. Το δωμάτιο είναι δεκαπέντε τετραγωνικά, μαζί με το WC. Εχουν συμφωνήσει να μη μιλάνε το πρωί, μήπως και περισσέψει λίγος ύπνος για αυτόν που σηκώνεται τελευταίος. Αλλά είναι το καζανάκι, τα φλέματα που βγάζει ο ψηλός, το σκουντούφλημα στα κρεβάτια καθώς ψάχνουν τα παπούτσια τους. Και η μυρωδιά που λες και δυναμώνει με το πρώτο φως. Τους έχει ζητήσει να ανοίγουν το παράθυρο όταν φεύγουν, να μπαίνει καθαρός αέρας από τη θάλασσα. Αλλά μπαίνουν και μύγες. Και το κλάμα του μωρού που έχουν οι Βούλγαροι από δίπλα.
Ο άνθρωπος μας τον χειμώνα δουλεύει ρεσεψιόν σε ξενοδοχείο ημιδιαμονής στα βόρεια προάστια πρωτευούσης. Το καλοκαίρι κάνει την ίδια δουλειά στα δωμάτια που διατηρεί το ίδιο αφεντικό σε νησί. Χειμώνα-καλοκαίρι εξυπηρετεί ζευγάρια που θέλουν να περάσουν καλά. Οταν κατεβαίνει, αρχές Απριλίου, στο νησί, μένει πίσω από το αεροδρόμιο, σε μία παραλία που δεν πατάει τουρίστας γιατί βρίσκεται δίπλα στη μονάδα βιολογικού καθαρισμού. Πρόκειται για τρία οικήματα που έχουν «κοπεί» σε τέσσερα δωμάτια έκαστο. Σε κάθε δωμάτιο τοποθετούνται τρία κρεβάτια, το ένα δίπλα στο άλλο. Ντουλάπα δεν υπάρχει, χρησιμοποιείται ο χώρος κάτω από το κρεβάτι. Στον πάγκο της κουζίνας βρίσκεται ένα φουρνάκι και ψυγείο από δωμάτιο ξενοδοχείου -μόνο νερά έχουν μέσα. Η μικρή τηλεόραση στέκει πάνω σε βάση, καρφωμένη ψηλά, στη γωνία. Κανένας δεν ξέρει που είναι το τηλεκοντρόλ, η οθόνη μαζεύει σκόνη. Το κλιματιστικό δεν έχει συντηρηθεί ποτέ. Κάνει θόρυβο και βγάζει μυρωδιά αποσύνθεσης. Στο WC υπάρχει λεκάνη, ο πιο μικρός νιπτήρας του κόσμου και από τα πλακάκια βγαίνει ένα «τηλέφωνο» για ντους. Δεν συμφέρει να πλυθείς εκεί, θα πρέπει να σφουγγαρίσεις όλο το δωμάτιο. Και αν μπουκάρει η σπιτονοικοκυρά και το βρει βρεγμένο, θα έχεις πρόβλημα. Μπορεί να τιμωρήσει το δωμάτιο με διακοπή ηλεκτροδότησης για δύο ώρες ή, ακόμα χειρότερα, όταν λείπεις, να σου πετάξει τα πράγματα έξω και να σε στείλει στο διάολο, να μην έχεις πού να μείνεις και να φύγεις από το νησί. Κάνει συχνά κάτι τέτοια, για να δείξει ποιος κάνει κουμάντο εκεί. Πληρώνεται από τα αφεντικά για τη στέγαση των εργαζομένων. Από τους ενοίκους παίρνει, μηνιαίως, πέντε ευρώ το κεφάλι για τη χρήση του WiFi και άλλα τόσα κάθε φορά που βάζουν πλυντήριο. Ολα τα εισπράττει μαύρα. Το ξέρουν, φυσικά, στην Εφορία και στην Αστυνομία του νησιού. Αλλά είναι ντόπια. Μία φριχτή γυναίκα που ουρλιάζει, με δύο υστερικά σκυλιά να γαβγίζουν και να δαγκώνουν, μπροστά σε μία παραλία με μπάζα, δίπλα στο αεροδρόμιο και στον βιολογικό καθαρισμό. Ο άνθρωπός μας θα προτιμούσε τη φυλακή. Κατά προτίμηση στην απομόνωση.
Βάζοντας τις ωτασπίδες λέει στον εαυτό του ότι υπάρχουν και χειρότερα. Πολύ χειρότερα. Να, όταν πας στην άλλη πλευρά του νησιού, περνώντας από ένα κτήμα με άλογα, βλέπεις τα κοντέινερ που μένουν Πακιστανοί. Κάτι άλλοι, μάλλον από Μπαγκλαντές, μένουν σε παράπηγμα που το χωρίζει μία λαμαρίνα από το κοτέτσι, με το οποίο μοιράζονται την ίδια αυλή και μυρωδιά. Εδώ που μένει αυτός, δίπλα στο αεροδρόμιο, στο δωμάτιο της τρελής, είναι καλύτερα. Κοιμάται τρεις ώρες τη νύχτα και άλλες δύο το πρωί, όταν φεύγουν οι συγκάτοικοι. Παίρνει ένα ρεπό το μήνα. Και όταν τελειώσει η σεζόν, ξεκουράζεται μία εβδομάδα, μέχρι να πάει στο ξενοδοχείο ημιδιαμονής. Πιο παλιά, όταν δεν δούλευε τον χειμώνα, έφευγε για Ταϊλάνδη. Εκεί τη βγάζεις με λίγα και μάλιστα σχετικά καλά, σε σπιτάκι κοντά στη θάλασσα. Κάθεσαι τρεις μήνες και καπνίζεις χόρτο κάτω από τον φοίνικα. Τότε ζούσε ανάποδα. Ο χειμώνας ήταν το καλοκαίρι του και το καλοκαίρι ήταν ο χειμώνας μέσα του. Τώρα ζει συνέχεια στον χειμώνα. Και έτσι όπως είναι οριζοντιωμένος, στο μεσαίο κρεβάτι, με τα χέρια κολλημένα στο κορμί, σαν επιβάτης στο μετρό, ακούει την Transavia να φεύγει για Παρίσι και ζηλεύει τους τυχερούς που εγκαταλείπουν το κωλόνησο.