Ο άνθρωπος μας πηγαίνει για ύπνο έχοντας δει τις εικόνες από την Τουρκία και αντιλαμβάνεται πόσο τυχερός είναι, αλλά και πόσο αξίζουν όλες οι ζωές του κόσμου
Πρέπει να έγινε κάπως έτσι. Πρώτα θα ξύπνησαν από τη βοή, σαν ένα τρένο που έρχεται από τα έγκατα της Γης. Κάποιοι θα έμειναν ακίνητοι, παγωμένοι, στο κρεβάτι ή θα έπιασαν ενστικτωδώς το χέρι του ανθρώπου δίπλα τους. Αλλοι θα ανασηκώθηκαν φωνάζοντας προς τον Αλλάχ ή καλώντας τα παιδιά τους. Και ύστερα ήρθε η αιωνιότητα και χώθηκε μέσα σε ένα λεπτό, όσο κράτησε η δόνηση. Αισθάνθηκαν να φεύγουν. Το στόμα και τα ρουθούνια γέμισαν σοβά και τσιμέντο. Το κρεβάτι έγινε φέρετρο και το σεντόνι σάβανο. Η κάθοδος στον Αδη έγινε μαζί με το ίδιο τους το σπίτι. Το ταβάνι ενώθηκε με το πάτωμα. Ο τελευταίος ήχος που πήραν μαζί τους στο σκοτάδι ήταν κραυγές. Οι δικές τους κραυγές μέσα σε έναν κόσμο που κατέρρεε. Στον δικό τους κόσμο.
Ο άνθρωπος μας πηγαίνει για ύπνο κάνοντας αυτές τις σκέψεις. Προσπαθεί να το αναπαραστήσει στο μυαλό του για να το ξορκίσει, μήπως και σταματήσει να φοβάται. Εντελώς μεταξύ μας, αισθάνεται τύψεις. Και στοχάζεται πάνω στην έννοια της τύχης. Τι μας χωρίζει από τις εικόνες των κτιρίων που τώρα στέκουν σαν τσαλακωμένα κονσερβοκούτια πάνω στο χιόνι; Ενας μεσημβρινός. Και εδώ έρχεται η τύχη και σου μιλάει. Αν έχεις γεννηθεί ένα μεσημβρινό ανατολικότερα ή έναν παράλληλο νοτιότερα, η ζωή σου θα ήταν εντελώς διαφορετική, ίσως τώρα να ήταν σαν ένα κομμάτι από σπασμένο μπετόν πάνω στο χιόνι. Ολο αυτό το δράμα είναι δίπλα, σκάρτα μία ώρα με το αεροπλάνο. Ακόμα και αν πεις να πας εκεί οδικώς, θα φτάσεις μέσα στην ίδια μέρα. Λες και η σφαίρα περνάει ξυστά και πάει και καρφώνεται στην καρδιά του διπλανού σου. Χιόνι εδώ, χιόνι και εκεί. Μόνο που εδώ η αγωνία σου ήταν μη γλιστρήσεις, άντε και μήπως κοπεί το ρεύμα ή κολλήσεις σε κανένα μποτιλιάρισμα. Εκεί η αγωνία δεν έχει λέξεις για να μπει, μόνο κραυγές και λυγμούς.
Κάποτε είχε διαβάσει ότι ένα από τα προεκλογικά ρουσφέτια που κάνουν οι τουρκικές κυβερνήσεις είναι να νομιμοποιούν αυθαίρετα και να κάνουν τα στραβά ματιά σε κατασκευαστικές αυθαιρεσίες. Κάπως έτσι θα σηκώθηκαν και αυτοί οι πολυώροφοι τάφοι, φτιαγμένοι από τη κηδειόχαρτα των ενοίκων τους. Και τώρα που οι νεκροί, ο ένας δίπλα στον άλλον, μπορεί και να φτάνουν μέχρι την Αγκυρα, σκέφτεται ότι αυτοί οι σεισμοί καταπλάκωσαν και τον Ερντογάν, τον έχωσαν τόσο βαθιά μέσα στη γη που δεν πρόκειται να ξαναβγάλει το κεφάλι στο φως. Ναι βέβαια, σε τέτοιες στιγμές δεν σκέφτεσαι αυτά, αλλά τους ανθρώπους που χάθηκαν, από τα ντουβάρια που έκλειναν τις ζωές, τα παιδιά τους, το γέλιο και το κλάμα τους. Ομως ο άνθρωπός μας σκέφτεται αυτούς που έμειναν πίσω. Τους βλέπει στα πλάνα και είναι λες και φόρεσαν όλοι μάσκες αρχαίας τραγωδίας. Πώς είναι να στέκεις μπροστά στα συντρίμμια που έχουν σκεπάσει όλη σου τη ζωή; Πήγε ο Ερντογάν και τους είπε ότι σε ένα χρόνο θα έχουν ξαναχτιστεί όλα. Μα, οι ζωές δεν ξαναχτίζονται. Τι αξία έχει ένα καινούργιο σπίτι χωρίς τους ανθρώπους, τις μυρωδιές, τα αντικείμενα που έφτιαχναν αυτό που, τόσο γενικά, λέμε ζωή; Και πώς να ξαναρχίσεις τη ζωή σου όταν έχεις χάσει όλες τις αναμνήσεις σου; Πού πήγαν οι φωτογραφίες; Τα οικογενειακά κειμήλια; Εκείνες οι ζωγραφιές πάνω στο ψυγείο; Πέθαναν χιλιάδες. Αλλά θα αργοπεθαίνουν εκατομμύρια. Ολη αυτή η περιοχή θα γίνει ένα πεδίο πάνω στο οποίο θα κυκλοφορούν δυστυχισμένα ζόμπι. Σκιές που τη μία στιγμή θα αισθάνονται τυχερές επειδή ζουν και την άλλη άτυχες επειδή δεν πέθαναν. Και έτσι, μέσα από τον πόνο, το μακελειό του άλλου, ο άνθρωπος μας πηγαίνει για ύπνο και συνειδητοποιεί ότι είναι ευτυχισμένος. Οχι μόνο επειδή είναι καλά, το σπίτι του στέκει στις κολώνες και το ψυγείο του είναι μισογεμάτο. Οχι για αυτό. Αλλά επειδή έχοντας δει όλες αυτές τις εικόνες, θα κλείσει τα μάτια και θα αφεθεί στον ύπνο. Γιατί όσο πόνο και αν δεις, όση δυστυχία και αν δεις μέσα σε ξένα μάτια, τίποτα δεν αξίζει όσο ένας καλός, ήσυχος ύπνος στο κρεβάτι σου. Ολες οι ζωές του κόσμου δεν πιάνουν μία μπροστά στη δική σου και των ανθρώπων σου.