Διαβάζω μια σειρά από άρθρα που περιγράφουν τη «στροφή προς τα δεξιά», με την ενίσχυση των συντηρητικών αντανακλαστικών της κοινωνίας. Επεσα μέχρι και σε άρθρο που συγκρίνει τον Μητσοτάκη με τη Μελόνι (και τη Λεπέν), για να καταλήξει ότι πέσαμε στον λάκκο που ήδη βρίσκονται και οι φίλοι μας οι Ιταλοί. Οι δε αναρτήσεις περί Ορμπαν της Ελλάδας εμφανίζονται παντού.
Συγγνώμη, αλλά νομίζω ότι όλα αυτά δεν έχουν βάση. Η Ελλάδα δεν έκλινε προς τα δεξιά, ούτε έκανε στροφή προς τον συντηρητισμό. Η Ελλάδα εστράφη προς τη μοναδική διαθέσιμη κατεύθυνση.
Η Νέα Δημοκρατία αύξησε τη δύναμη της σε σχέση με το 2019. Και ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε το 30% των ψηφοφόρων του. Αυτό δεν δείχνει δεξιά στροφή. Απλώς λέει ότι η ΝΔ προέβαλε ως μοναδική λύση διακυβέρνησης, ενώ η αντίστοιχη προοπτική για τον ΣΥΡΙΖΑ προκάλεσε πανικό. Και εν τέλει ο λόγος για τον οποίο οι εκλογές κύλησαν βουβές, ήταν το ίδιο το αποτέλεσμα. Δεν υπήρχε κάτι προς συζήτηση.
Και όμως, όλο τον προηγούμενο καιρό, αν έβλεπες τα social media, νόμιζες ότι η κοινωνία βράζει από οργή. Νέοι που έβγαιναν σε πορείες, καλλιτέχνες που έκαναν ρίμες με το υβριστικό σύνθημα κατά του Μητσοτάκη, αναρτήσεις στα social με εκατοντάδες κοινοποιήσεις, την Ελενα Ακρίτα να σαγηνεύει χιλιάδες με κάθε λέξη της, online ψηφοφορίες που έδιναν στον ΣΥΡΙΖΑ βορειοκορεατικά ποσοστά. Και άρθρα, κατά τα λοιπά σοβαρών ανθρώπων, που διέκριναν ένα τσουνάμι θυμού κατά της αδικίας, να φουσκώνει για να πνίξει «όλη την οικογένεια» που μας κυβερνάει. Η κάλπη έδειξε άλλα.
Αυτές οι εκλογές μας έμαθαν πολλά. Και ένα από αυτά είναι ότι τα social δεν αποδίδουν, τελικά, το κλίμα στην κοινωνία, τουλάχιστον στο βαθμό που νομίζουμε. Μάθαμε επίσης ότι η ένταση των κραυγών μπορεί να είναι υψηλή, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι αντιστοιχεί σε ευρύ κοινωνικό αντίκρυσμα. Διότι, πράγματι, όπως αποδείχθηκε, απέναντι σε αυτές τις φωνές υπήρχε ένα σημαντικό, σιωπηλό κοινωνικό ρεύμα που, απλώς, δεν έμπαινε στην αντιπαράθεση. Δεν ήταν βουβή η οργή, αλλά η απόρριψη της. Διάβασα πολλά tweets και σχόλια φίλων του ΣΥΡΙΖΑ κάτω από τις αναρτήσεις στελεχών. Αρκετά από αυτά, πέρα από την εύλογη πικρία, διατύπωναν αμφιβολίες για την πιστότητα του αποτελέσματος, επισημαίνοντας την αντίφαση: «πώς είναι δυνατόν να τον βρίζει όλος ο κόσμος και να του δίνουν τέτοιο ποσοστό;» Η κάλπη απέδειξε ότι υπάρχουν και οι άλλοι που είχαν να κάνουν κάτι καλύτερο από το να πλακώνονται στα social ή στα καφενεία.
Ρώτησα ένα γνωστό στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ αν πιστεύει ότι η σχέση του κομματικού μηχανισμού με τα social παρέσυρε και το ίδιο το κόμμα σε μία εικονική πραγματικότητα. Συμφώνησε. Γιατί μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να έστησε ένα λαμπρό μηχανισμό στο Twitter, πλην όμως από ένα σημείο και μετά απορούσες ποιος έδινε τη γραμμή: το κόμμα ή οι λογαριασμοί; Από τη στιγμή που οι πιο επιδραστικές προσωπικότητες του ΣΥΡΙΖΑ διακρίνονται για τη στάση τους στα social, ήταν λογικό και το κόμμα να διατηρήσει ισχυρές δόσεις τοξικότητας στο λόγο του. Και είναι και το άλλο: με βάση το εκλογικό αποτέλεσμα όλα αυτά τα hashtags που στήνονταν στο Twitter, δεν βοήθησαν στο παραμικρό. Ενδεχομένως να έβλαψαν και το κόμμα. Εκτός και αν τα διάβαζαν μόνο αυτοί που τα έγραφαν, μέσα από τους πολλούς λογαριασμούς που διατηρεί ο καθένας τους.