Σχεδόν καθημερινά επισκέπτομαι έναν καλό μου φίλο που νοσηλεύεται στον έκτο όροφο του του «Άγιου Σάββα». Η πτέρυγα του έκτου ορόφου αποτελείται από 27 μονόκλινα δωμάτια στα οποία νοσηλεύονται πολύ βαριά περιστατικά. Τόσο βαριά, ώστε οι επισκέπτες οφείλουν να απολυμαίνουν χέρια και να φορούν μάσκα πριν μπουν στο δωμάτιο.
Συνήθως διασχίζω την πύλη του νοσοκομείου με τη σιγουριά του ανθρώπου που γνωρίζει ότι πηγαίνει εκεί για να φύγει σε μία ώρα. Πηγαίνω ευθεία και στρίβω δεξιά, στην εκκλησία. Εκεί πάντα με κατατρέχει, σαν σκιά, η εικόνα από το προσκύνημα στο λείψανο της Αγίας Βαρβάρας, πριν από τέσσερα χρόνια. Είχα πάει για ρεπορτάζ, αλλά δεν βρήκα τις λέξεις. Μία σιωπηρή ουρά από ανθρώπους με ορό στο χέρι. Ανάσα την ανάσα, σταγόνα τη σταγόνα, για να φτάσουν στο λείψανο και να ζητήσουν εκείνο που η επιστήμη δεν μπορούσε να τους δώσει. Άτριχα κεφάλια να γυαλίζουν στον ήλιο, μάγουλα και προγούλια φουσκωμένα, μάτια που προσπαθούσαν να μη χαθούν στο βάθος του κρανίου. Και χείλη στεγνά να ψάχνουν τη δροσιά στο εγκιβωτισμένο σκήνωμα.
Φτάνω στο κυλικείο και τους ξαναβλέπω πάλι. Τα ίδια πρόσωπα, αλλά όχι τους ίδιους ανθρώπους. Με την πιτζάμα ή το νυχτικό. Τον ορό που μετράει τον χρόνο. Και ένα τσιγάρο στο χέρι. Χαζεύω μερικούς που παίρνουν την τζούρα όπως το μωρό ρουφάει το γάλα, να φτάσει σε κάθε κύτταρο. Και μετά φέρνουν πίσω το κεφάλι στέλνοντας μία δέσμη καπνού στο βρώμικο υπόστεγο. Ένας φίλος σοκαρίστηκε από το θέαμα. Καρκινοπαθείς με το τσιγάρο στο χέρι; Του είπα ότι οι άνθρωποι πρέπει να απολαμβάνουν τα ωραιότερα τσιγάρα της ζωής τους.
Στρίβω αριστερά και στέκομαι μπροστά στα ασανσέρ που πηγαίνουν στον έκτο. Στην πλάτη μου υπάρχει μία πινακίδα για το Ιατρείο Πόνου. Την αποφεύγω. Ένα χρόνο, ίσως και λίγο παραπάνω, πριν πεθάνει η φίλη μου η Αναστασία, η γυναίκα του Πύρρου, είχαμε κάνει μία εκδρομή οι δυο μας στην Κακιά Θάλασσα, στην Κερατέα. Κάτσαμε σε ένα παγκάκι και βλέπαμε τη θάλασσα. Τη ρώτησα πώς είναι ο καρκίνος. «Δεν ξέρεις. Για αυτό και καμιά φορά μπορεί να σας ζηλεύω. Όμως όταν μάθεις τι είναι ο καρκίνος, καταλαβαίνεις ότι έχεις ξοδέψει ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής σου σε μαλακίες».
Με το ασανσέρ συνήθως ανεβαίνω μόνος. Όταν ανοίγει η πόρτα βλέπω μπροστά μου έναν αδιάφορο πράσινο τοίχο. Όμως στον έκτο όροφο του «Άγιου Σάββα» αισθάνομαι ότι η ησυχία παίρνει το σχήμα των πραγμάτων. Είναι η πράσινη βελούδινη πολυθρόνα που κάποιος πρέπει να βούτηξε από παλιό σαλόνι. Το μπουκάλι με το μπλε απολυμαντικό που στέκει γυρτό στη θήκη, χωρίς καπάκι. Και εσύ ρίχνεις μπλε υγρό στη μία παλάμη, το αφήνεις στη θέση του, τρίβεις τα χέρια σου και φοράς τη μάσκα. Είσαι ένας ιερέας που πλένεις τα χέρια σου, φοράς το πετραχήλι και ετοιμάζεσαι να μεταλάβεις στο Μέγα Μυστήριο.
Συνεχίζω και βαδίζω προς το δωμάτιο του φίλου μου, το οποίο βρίσκεται στο τέλος του διαδρόμου. Δεν μπορώ να κρατήσω τη ματιά μου ίσια, φεύγει η λαίμαργη, κοιτάζει πίσω από τα τζάμια με τις ζωγραφισμένες ρίγες στις πόρτες των άλλων δωματίων. Άνθρωποι με χειρουργικές μάσκες γύρω από ένα κρεβάτι. Ασθενείς με τη μάσκα του οξυγόνου. Σαν να περπατάω πάνω σε πακέτο τσιγάρου και να ζωντανεύει μία εικόνα. Μπαίνω στο δωμάτιο του φίλου μου. Κάθομαι στα αριστερά του. Τον χαϊδεύω στον ώμο και στο κεφάλι. Του πιάνω το χέρι. Και του μιλάω. Λέμε τα τετριμμένα με τη γυναίκα του, για τον Τσίπρα, τον Μητσοτάκη, τις δουλειές. Για πράγματα που δεν έχουν καμία σημασία εκεί μέσα. Είναι απίστευτες οι ανοησίες που λένε οι άνθρωποι σε αυτές τις καταστάσεις. Άσχετες κουβέντες για να γεμίζουν τη σιωπή και να δίνουν ψευδαίσθηση κανονικότητας. Φιλάω τον φίλο μου στο κεφάλι και φεύγω. Ένα βράδυ πέτυχα στον διάδρομο μία νόστιμη νοσοκόμα με καμπύλες. Χαμήλωσα το βλέμμα στην περιφέρεια της. Και είπα ότι ζω, ρε πούστη μου, ζω.
*Για τον Βασίλη Λυριτζή