Ενας «γνήσιος» Σαλονικιός, που υποφέρει κάθε χρόνο στην περίοδο της Εκθεσης, προσπαθεί να βρει παρηγοριά στις αναμνήσεις του
Μπαγιάτης είναι ο Σαλονικός με γονείς που γεννήθηκαν στην πόλη. Αν μάλιστα διαθέτει και πιο μακρινούς προγόνους που γεννήθηκαν ανάμεσα στον Βαρδάρη και στη Μίκρα, δύναται να διεκδικήσει δικαιώματα και επί του Λευκού Πύργου. Ο μπαγιάτης Σαλονικιός δεν τρώει τρίγωνα Πανοράματος, δεν θέλει ούτε να τα βλέπει. Σνομπάρει τον Τερκενλή που είναι πλέον για Αθηναίους και προτιμάει τον Αγαπητό. Αποφεύγει τα Λαδάδικα και κουνάει με νόημα το κεφάλι όταν ακούει για διακοπές στις Κυκλάδες. Είναι πιστός στο οικογενειακό εξοχικό στο πρώτο πόδι. Πιστεύει δε ότι η Χαλκιδική πρέπει να προσαρτηθεί στο νομό Θεσσαλονίκης όπως η Κριμαία στη Ρωσία. Υποστηρίζει, από οικογενειακή παράδοση, τον Ηρακλή ή τον Αρη και αποκαλεί τους ΠΑΟΚτσήδες «φιλοξενούμενους». Με την Εκθεση διατηρεί μία αμφίσημη σχέση. Πρώτον δεν την αποκαλεί ποτέ «ΔΕΘ». Είναι σκέτο η «Εκθεση». Δεύτερον, τις μέρες της διοργάνωσης, αν δεν μπορεί να δραπετεύσει στη Χαλκιδική, θέλει να κλειστεί σε πυρηνικό καταφύγιο. Στην πραγματικότητα σιχαίνεται την Εκθεση και ό,τι έχει να κάνει με αυτήν, πλην όμως δεν σηκώνει κουβέντα περί κατάργησης ή μεταφοράς της.
Ο άνθρωπος μας σήμερα είναι ένας μπαγιάτης Σαλονικιός με πατημένα τα 60. Μένει κέντρο και σκέφτεται να βγει από το σπίτι του μετά από δύο εβδομάδες. Κλείνει και τα παράθυρα, όπως όταν βγάζει μπόχα ο Θερμαϊκός. Αν βγει έξω θα πέσει πάνω στο πρωτοσέλιδο της «Μακεδονίας» για τα έργα που αλλάζουν την εικόνα της πόλης -αυτό είναι τόσο σίγουρο όσο και το Αγιο Φως το Πάσχα. Φέτος θα παίξει πάρα πολύ ο νέος αυτοκινητόδρομος, ο flyover όπως λέγεται, που ακούγεται πιο επιβλητικός με σαλονικιά προφορά. Φλλλάιοβερ. Ομως δεν υπάρχει μεσόκοπος Σαλονικιός, μπαγιάτης ή μη, που να μην έχει συνδέσει τα παιδικά του χρόνια και την πρώτη νιότη με την Εκθεση. Γιατί, όπως έχει γράψει ο Σκαμπαρδώνης, η Εκθεση ήταν το internet εκείνων των καιρών. Σωστό. Ηταν ματιά στον έξω κόσμο από τις γρίλιες ενός βαλκανικού παραθύρου. Και θέλοντας και μη, κάθε χρόνο αυτές τις μέρες, ο άνθρωπος μας βάζει τα μάτια στο View Master με τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες.
Θυμάται να βγαίνει στο μπαλκόνι για να δει τα πυροτεχνήματα το βράδυ των εγκαινίων -δεν υπήρχε περίπτωση να δει πυροτεχνήματα άλλη στιγμή του χρόνου. Στα εγκαίνια, κρατώντας το χέρι του πατέρα του, βλέπει τον Καραμανλή να ανηφορίζει προς το Αλεξάνδρειο, ακολουθούμενος από ένα σμήνος μαύρων κουστουμιών. Και πιο μπροστά από όλους, πιο μπροστά και από τον ίδιο τον Καραμανλή, ο Γιάννης Κυριακίδης με τη σκάλα και τις φωτογραφικές του μηχανές. Στο Αλεξάνδρειο ο Πρωθυπουργός εκφωνούσε ομιλία προς τον λαό. Και στη συνέχεια, στο «Μακεδονία Παλλάς», ήταν η ομιλία προς τις παραγωγικές τάξεις που ξεκινούσαν το δείπνο τσιμπολογώντας ζεστά στρογγυλά ψωμάκια. Εν συνεχεία, οι πρόκριτοι της πόλης ακολουθούσαν τους εξ Αθηνών ορμώμενους στην παραθαλάσσια, πρώην βασιλική κατοικία, όπου βουτούσαν, όπως οι γλάροι της Αρετσούς, στους μπουφέδες με τις γαρίδες. Ολα αυτά ο άνθρωπος μας τα άκουγε με δέος. Ομως ως πιτσιρικάς, έπαιρνε αυτό που του αναλογούσε. Η γεύση από τα λουκάνικα είναι ακόμα στο στόμα του, όπως και της μουστάρδας. Η μαύρη μπύρα, το πρώτο οινόπνευμα της εφηβείας του και το λούνα πάρκ. Τα περίπτερα των χωρών που έδιναν πολύχρωμες σακούλες, κονκάρδες και ιλουστρασιόν φυλλάδια. Οι πέτρες από τη σελήνη και το ομοίωμα της σεληνάκατου. Τα τεράστια τσεχοσλοβάκικα τρακτέρ και οι κόκκινες σημαίες που μοίραζαν οι σοβιετικοί. Στη Γαλλία είχε φάει για πρώτη φορά κρουασάν και στην Ιταλία μία υπέροχη μακαρονάδα -ίσως του άρεσε επειδή ήταν δωρεάν. Ναι το ξέρει ότι ακόμα και οι αναμνήσεις που ο ίδιος διατηρεί είναι μία ψηφίδα στην κοινή μνήμη της πόλης που τείνει πλέον να γίνει γραφική. Ομως δεν θα μπορούσε να γίνει και αλλιώς, η δική του γενιά μάζευε από την Εκθεση εικόνες και είχε να ταΐζει το μυαλό για μήνες. Περιέργως (και κακώς) δεν υπάρχει τίποτα που να θυμίζει εκείνα τα χρόνια, έστω ένα μνημείο. Θα μπορούσαν, τουλάχιστον, να φτιάξουν ένα γλυπτό με ποτήρι φραπέ, να τιμήσουν την ανακάλυψη του προϊόντος που απέκτησε ταυτοτική σχέση με την πόλη. Ο άνθρωπος μας χαμογελάει τώρα. Σκέφτεται τον τρόπο παρασκευής του φραπέ, την κίνηση για την ανάδευση του μίγματος. Και, ποιος ξέρει γιατί, του ήρθαν στο μυαλό οι ομιλίες «από το βήμα της ΔΕΘ», που λένε και οι Αθηναίοι.