Ο Θανάσης άρχισε να μακραίνει το νήμα της ζωής του στις 22.10 της 7ης Ιανουαρίου 2012. Κι επειδή ανήκει στην τυχερή πλευρά του πλανήτη, έβγαλε το πρώτο του κλάμα στην αίθουσα τοκετών ενός ιδιωτικού μαιευτηρίου. Η πρώτη αγκαλιά ήταν του γιατρού, η δεύτερη της μαμάς και η τρίτη της νοσοκόμας που ανέλαβε να τον καθαρίσει. Και οι Μοίρες μόλις που έπιασαν δουλειά. Στη συνέχεια τοποθετήθηκε σε καρότσι και επιδείχθηκε προς τους συγγενείς που γέμισαν την αίθουσα αναγγελιών. Ο ευτυχής πατέρας πήρε το βλέμμα που κερδίζεις ελάχιστες φορές στη ζωή σου, όταν η χαρά και η ελπίδα αραιώνονται ελαφρώς από φόβο και αγωνία. Αργότερα έρχεται και η ψευδαίσθηση της αθανασίας μέσα από την πατρότητα, αλλά γρήγορα όλα αυτά εξαφανίζονται, γίνονται ζωή. Και μετά βλέπεις τα χρόνια σου να φεύγουν, να ποτίζουν το κλωνάρι σου, να παίρνει αυτά που χάνεις εσύ. Καμιά φορά σκέφτομαι ότι τα παιδιά είναι απάνθρωπα. Παρακολουθούν ατάραχα την έκπτωση και τον εκφυλισμό των γονιών τους. Αλλά αυτές δεν είναι σκέψεις για να τις μοιραστείς στην αίθουσα αναμονής ενός μαιευτηρίου που θυμίζει terminal αεροδρομίου. Ορθώς, λόγω των αφίξεων. Εκείνες τις στιγμές οι άνθρωποι αγκαλιάζονται και φιλιούνται σαν σε Ανάσταση χωρίς λαμπάδες. Σε λίγο καιρό δεν θα το κάνουν ούτε αυτό: θα στέκονται με τα κινητά σε θέση λήψης περιμένοντας κάποιον να συμπεριφερθεί φυσιολογικά. Στα οικογενειακά βίντεο του μέλλοντος το μεγάλωμα των παιδιών απλώς θα επενδύει μία δραματοποιημένη αφήγηση για την εξέλιξη των κινητών. Ας είναι.
Ο Θανάσης, που λέτε, καθαρίστηκε, φασκιώθηκε, τυλίχτηκε με κουβέρτα, δηλώθηκε στις αρχές, απέκτησε χαρτιά, καταχωρίσθηκε σε μητρώα και έγινε θύμα των spammer από τις πρώτες ώρες της ζωής του. Τους επόμενους μήνες θα δέχεται αλληλογραφία, ευχές και προσφορές από software που θα ακολουθεί τον ίδιο και τη μαμά του για μερικά χρόνια. Η είσοδός του στον κόσμο κόστισε 3.500 ευρώ. Ο μπαμπάς του αισιοδοξεί πως θα τα πάρει από το ΙΚΑ. Και το ΙΚΑ αισιοδοξεί πως θα βγάλει πολλά περισσότερα από τον Θανάση. Με τα σημερινά δεδομένα ο Θανάσης θα πάρει –αν πάρει– σύνταξη το 2080. Ίσως τελικά τα μώρα να κλαίνε για λόγους που δεν φανταζόμαστε.
Τα μαιευτήρια είναι γεμάτα λερωμένες πάνες και υπαρξιακές ερωτήσεις αντίστοιχης αξίας. Η πιο συνηθισμένη από αυτές θέλει να μάθει για τον κόσμο στον οποίο θα ζήσει το παιδί. Κλείνει μέσα της αρκετά ερωτηματικά, έναν αναστεναγμό και μία ματιά προς το ταβάνι. Κοινώς η ερώτηση «σε τι κόσμο θα μεγαλώσει αυτό το παιδί;» διατυπώνεται με το ύφος του «Θεέ μου (κοιτάζω ψηλά), τι έχω φάει πάλι σήμερα;». Τις περισσότερες φορές το ερώτημα δεν είχε καμία ουσιαστική σημασία, έπεφτε προσχηματικά, σαν ευχή. Πριν από εκατό χρόνια ήξερες ότι το παιδί σου σίγουρα θα βρεθεί σε κάποιο πολεμικό μέτωπο. Αλλά και πριν από εβδομήντα χρόνια οι Μοίρες την ίδια διαδρομή θα σου έδειχναν. Πριν από πενήντα και εξήντα χρόνια ήσουν βέβαιος ότι το παιδί θα φύγει μετανάστης – εκτός και αν είχες ήδη φύγει εσύ. Όμως τα τελευταία σαράντα χρόνια έλεγες ότι σπέρνεις τις ελπίδες σου σε γόνιμο έδαφος. Τα παιδιά της χούντας σαραντάρισαν και βάλε, τα παιδιά της Αλλαγής έκλεισαν τα τριάντα. Μεγάλωσαν και πήραν μπόι μαζί με το βιοτικό επίπεδο μιας ολόκληρης χώρας. Ακόμα και τα παιδιά που σήμερα γδέρνουν τις ζωές τους στην κρίση, γεννήθηκαν κάτω από πυροτεχνήματα ευφορίας. Ο Θανάσης γεννήθηκε κάτω από χαμηλωμένα φώτα. Δεν ξέρω πώς θα ονομαστεί η γενιά του. Αν οι σημερινοί εικοσάρηδες είναι η γενιά της Κρίσης, η επόμενη μπορεί να είναι η γενιά της Αβεβαιότητας. Είναι άγνωστος ο προορισμός της – θυμίζει μπίλια που δεν ξέρεις σε ποιο χρώμα θα πάει να κάτσει. Δεν μπορείς να κάνεις καμία πρόβλεψη για τα παιδιά που γεννιούνται τώρα. Καμία. Είναι μία αδυναμία φτιαγμένη από δράμα και ελπίδα. Ασφαλώς και είναι ο χειρότερος κόσμος που θα μπορούσες να φέρεις τα παιδιά σου. Αλλά μόνο αυτά μπορούν να τον αλλάξουν. Θανάση, καλώς ήρθες.