Ψυχορραγούσε η μέρα της εθνικής επετείου κάτω από το σκοτάδι, λίγο πριν σημάνουν τα μεσάνυχτα. Αλλά η νύστα δεν με ζύγωνε. Ανοιξα το χαζοκούτι, μήπως και βαρύνουν τα βλέφαρα και φέρουν τον παλιόφιλο τον Υπνο, να γυρίσουμε μαζί πίσω, στις αλάνες της Σαλονίκης, εκεί που μάτωνα τα γόνατα στο κλοτσοσκούφι. Βάζω την ΕΡΤ2 γιατί δεν τα μπορώ τα καινούργια με τις ξετσίπωτες και τους φλώρους που δεν έχουν πιάσει μυστρί στο χέρι. Καλύτερα ήταν τότε, στα μικράτα μου, που δεν είχαμε τηλεόραση και έβαζε η μάνα το ραδιόφωνο να μας ταξιδεύει ως τη Τζαμάικα με τη φωνή του Γιάννη του Καλατζή και το άρωμα του βασιλικού από τη γλάστρα. Και βλέπω στην οθόνη δύο γίγαντες. Τον Λευτέρη τον Παπαδόπουλο και τον μακαρίτη τον Γιάννη τον Σπανό, να είναι καλά η ψυχούλα του εκεί που βρίσκεται. Εκπομπή από τα παλιά.
Λέει ο Λευτέρης, ο εθνικός μας λαϊκός ποιητής: «Σήμερα δεν γράφονται ποιητικά τραγούδια γιατί είναι όλα τεχνολογικά. Γράφουν μόνο καψουροτράγουδα…» Και εδώ σταματάω την κακότεχνη μίμηση και επανέρχομαι στις εργοστασιακές ρυθμίσεις. Γιατί μόλις άκουσα αυτήν την ατάκα του Προέδρου Παπαδόπουλου, άρχισα να σκέφτομαι πόσα τραγούδια, μεγάλες επιτυχίες του, όχι και τόσο μακρινού, παρελθόντος, θα ακούγονται αστεία ή ακατανόητα στις νεότερες γενιές. Είναι, ας πούμε, τα τραγούδια με γράμματα, κιτρινισμένα ή γαλάζια. Ποιος γράφει σήμερα γράμματα; Και ποιος φαντάρος τα φυλάει στη χλαίνη του για να τον ζεστάνουν στη σκοπιά; Οι ταχυδρόμοι έχουν πεταχτεί έξω από τα τραγούδια. Παλιά οι άνθρωποι πρόσμεναν τον ταχυδρόμο και το έκαναν στιχάκι. Τώρα τι να γράψεις; Οτι κάνεις refresh για να δεις αν ήρθε το mail; Δεν στέκει. Στο μέλλον μπορεί να γράψουν το «του έκανα reply και είπε ότι δεν μ΄αγαπάει». Ισως το έχουν γράψει και τώρα, διόλου απίθανο. «Πήρα το γράμμα σου χθες βράδυ» τραγουδούσε ο Βαγγέλης Γερμανός. Αν το μετατρέψει σε ψηφιακή μορφή, σε email, θα χάσει το χαρτί και τη μυρωδιά του.
«Μην κλείνεις το τηλέφωνο, δεν έχω άλλο κέρμα, από το σύρμα δεν βαστώ να μου φωνάζεις τέρμα». Ακόμα και ένας τριαντάρης δεν μπορεί να πιάσει με την πρώτη το νόημα. Τι σχέση έχει το τηλέφωνο με το κέρμα; Ναι, το πεδίο της επικοινωνίας δεν είναι πλέον εύφορο για τους στιχουργούς. Αλλη δύναμη έχει το «γράφω» και άλλη το «πληκτρολογώ». Οι άνθρωποι πλέον δεν χάνονται. Τα μάτια βλέπονται σε βιντεοκλήσεις και δεν ξεχνιούνται. Είναι και άλλα. Οι μεγάλοι αποχαιρετισμοί δεν γίνονται πλέον σε πλατφόρμες τρένων και λιμάνια, αλλά σε αεροδρόμιο. Ο ξενιτεμένος έρχεται για weekend και ο φαντάρος έχει βύσμα, είναι κάπου εδώ κοντά. Αν μη τι άλλο, βλέπει πλέον και τη μαμά του στη σκοπιά. Η φτώχεια δεν περιγράφεται με μία κάμαρη, ένα γεράνι και ένα ξεροκόμματο στο τραπέζι. Κάποτε έγραφες για τον εργάτη στη σκαλωσιά. Σήμερα πώς να γράψεις για τον ντελιβερά; Είναι από τα θέματα που έχουν εκπέσει στο περιθωριακό τραγούδι, σε αυτό που ακούν οι πιτσιρικάδες με όνειρα και εκείνοι που δεν έχουν ελπίδα. Ενας ξύλινος κόσμος έγινε από τη μία μέρα στην άλλη μεταλλικός. Ούτε καν γυάλινος, να του δώσει μια να σπάσει ο Καζαντζίδης. Δεν υπάρχει πλέον σκηνικό. Μέσα σε λίγα χρόνια μαράθηκαν τα γιασεμιά και σίγησαν οι καρδερίνες. Και έτσι όλοι γράφουν για την καψούρα τους. Ο έντεχνος είναι πικραμένος και ο λαϊκοπόπ θυμωμένος από την προδοσία. Ειδικά τα έντεχνα, αυτά που παίζουν δηλαδή τα ραδιόφωνα, είναι μελοποιημένη ψυχαναλυτική συνεδρία με υπαρξιακά αδιέξοδα βυθισμένα στη μοναξιά. Αν τώρα βάλεις και από δίπλα την παράμετρο της πολιτικής ορθότητας, ο στίχος πρέπει να σχηματίζει έναν τέλειο κύκλο, χωρίς καμία γωνία που θα μπορούσε να τραυματίσει την αισθητική και τον αξιακό κώδικα του ακροατή. Θα μου πείτε ότι μεγαλώνω και εκδηλώνω δυσανεξία στο καινούργιο. Καμία σχέση. Απλώς ακούω και παρατηρώ. Γιατί, όπως, ίσως, θα έλεγε και ο μέγας Λευτέρης Παπαδόπουλος, είναι γρήγοροι οι μπάσταρδοι οι καιροί και μόλις τους πιάσεις, οι κουφάλες σου ξεφεύγουν.