Στο τηλέφωνο ο Πύρρος, από την Πέμπτη Λεωφόρο, Νέα Υόρκη. Ήταν τιμώμενο πρόσωπο στην παρέλαση της ομογένειας. «Δεν σου λέω να γίνουμε σωβινιστές. Σου λέω να αγαπήσουμε την Ελλάδα με τον τρόπο που την αγαπούν οι άνθρωποι εδώ. Να βρούμε πράγματα που μας κάνουν υπερήφανους και να τα δείξουμε ο ένας στον άλλον.» Ήθελα να του πω ότι αυτά που μας κάνουν υπερήφανους βρίσκονται, τα περισσότερα, μέσα σε μουσεία. Πρόλαβε και μου είπε για την προβολή της Ελλάδας στην Times Square.
Ελάτε, κάτι θα έχετε ακούσει. Πρόκειται για πρωτοβουλία τριών Ελλήνων, του Γιώργου Κλειβοκιώτη, του Στάθη Χαϊκάλη και του Ονίκ Παλαντζιάν. Συγκέντρωσαν χρήματα μέσω κοινωνικής δικτύωσης και εξασφάλισαν την τουριστική προβολή της Ελλάδας στη διασημότερη πλατεία του κόσμου. Είναι από τις περιπτώσεις όπου σημασία δεν έχει το μήνυμα, αλλά ο τρόπος με τον οποίον εκπέμπεται, το μέσο. Ο στόχος είχε υψωθεί στις 15.000 ευρώ. Συγκέντρωσαν 20.000 σε ένα μήνα, ποσό που σου επιτρέπει να αγοράσεις αξιοπρεπή χρόνο και πίξελς στην Time Square. Η επόμενη σκέψη σε πάει στα γνωστά, συμπεράσματα για όσα μπορούμε να πετύχουμε αν συνεργαστούμε, για την εικόνα της Ελλάδας που μπορεί να αλλάξει. Λογικά και γραφικά σαν σπιτάκια στη καλντέρα της Οίας. Φυσικά και η εικόνα της Ελλάδας μπορεί να αλλάξει. Κάποιοι πολίτες θα φέρουν καινούργιες ψηφίδες, επιχειρηματίες θα χορηγήσουν χρήμα, άντε θα σπρώξει και η ομογένεια. Η εικόνα της Ελλάδας θα προσθέσει συμπάθεια και οίκτο στη ματιά όσων μας βλέπουν. Θα αλλάξει. Όμως αν δεν αλλάξει και η εικόνα της Ελλάδας πίσω από το φυλάκιο των Ευζώνων και έξω από την πόρτα του αεροδρομίου, όλες οι καμπάνιες δεν θα κάνουν τίποτα περισσότερο από το να φουσκώνουν ένα μπαλόνι με αέρα. Το θέμα δεν είναι να δουν οι ξένοι την Ελλάδα με συμπάθεια. Το θέμα είναι να τη δουν οι Έλληνες.
Καμιά φορά δείχνει εξοργιστικά αντιφατικό: μας προβληματίζει η εικόνα της χώρας στο εξωτερικό και αδιαφορούμε για το είδωλο της στον καθρέφτη. Μέρα με τη μέρα οι Έλληνες μισούν όλο και περισσότερο τη χώρα τους. Αυτό, θα πείτε, συμβαίνει δεκαετίες τώρα, αποτυπώνεται στα λάθη και στο ποσοστό της συλλογικής ευθύνης. Στην πολιτική και κοινωνική συμπεριφορά γενεών Ελλήνων καταγράφονται πράξεις αυθεντικού μίσους προς την πατρίδα. Μισείς όταν φοροδιαφεύγεις, κλεβεις το ασφαλιστικό ταμείο, μπαζώνεις την παραλία, καις το δάσος, αυθαιρετείς στην πόλη. Όμως τώρα το μίσος βρίσκεται στο συναίσθημα, όχι στις πράξεις.
Ένας άνθρωπος, ένας νέος, που δεν έχει κλέψει την εφορία και το ασφαλιστικό του ταμείο, έχει σεβαστεί ηθική, αξίες και περιβάλλον, διατηρεί εκατομμύρια λόγους για να μισεί αυτήν την πατρίδα – έναν για κάθε συμπολίτη του. Το πρόβλημα δεν βρίσκεται στους τουρίστες που θα έρθουν, αλλά στους Έλληνες που θέλουν να φύγουν. Και γίνεται ακόμα μεγαλύτερο όταν καταλαβαίνεις ότι δεν αμβλύνεται με καμπάνιες, δεν επιδέχεται επικοινωνιακή διαχείριση, δεν σβήνεται με λήθη. Χρειάζεται χρόνος. Χρόνος για να οικοδομηθεί, από τα θεμέλια, η αξιοπιστία θεσμών και συστημάτων. Χρόνος για να φύγουν αυτές οι γενιές που τραυμάτισαν, γονάτισαν τη χώρα. Γιατί η ανάσταση της βρίσκεται μέσα στο δικό μας θάνατο