Πάντα η οργή είναι δίκαιη. Και πρόκειται, πάντα, για οργή, ακόμα και όταν είναι κοινή αλητεία. Στο ΟΑΚΑ οι οπαδοί έκαναν ντου επειδή προκλήθηκαν, λέει, από τη χειρονομία του Σπανούλη. Οι άλλοι έκαναν παρέμβαση στη συναυλία του Ρουβά για να πετάξουν προκηρύξεις αντιεξουσιαστικού περιεχομένου. Οργισμένοι και εκείνοι. Τα άκουσε, άλλωστε, ο Βαρουφάκης. Στα μνημονιακά χρόνια, που λέει και η Ζωή, η οργή χορηγούσε νόμιμο κίνητρο για επιθέσεις σε εξέδρες επισήμων. Οι χρυσαυγίτες έδερναν υπερασπιζόμενοι φυλετική καθαρότητα και εθνικά ιδανικά. Στα πανεπιστήμια πέφτει συχνά ξύλο. Οργή και εκεί για την υποβάθμιση των σπουδών και τους άγριους καιρούς. Στις πορείες, αν στραβώσει κάτι, βγαίνουν καδρόνια και γκλομπς. Στις κερκίδες βρίσκονται πλέον χιλιάδες εν δυνάμει φονιάδες. Στη Βουλή δεν έχουν πιαστεί, ακόμα, στα χέρια. Είναι έτοιμοι. Και να δείτε που θα πλακωθούν βουλευτές του συνταγματικού τόξου -οι χρυσαυγίτες θα χαμογελάνε ήσυχοι στα έδρανά τους.
Η Ελλάδα είναι μία βίαη χώρα. Και όλα αυτά που λέγονται για λαό με ευαισθησίες και δημοκρατικά αντανακλαστικά είναι για να επενδύουν τον λαϊκισμό. Πώς θα κάνεις «επανάσταση» και «ανατροπή» χωρίς βία; Η βία επιβεβαιώνει συχνά τη συνέπεια του πολιτικού λόγου. Όταν τα ντου νομιμοποιούνται ως κοινωνικές διαμαρτυρίες, τότε ο οπαδός του Παναθηναϊκού διεκδικεί και εκείνος το δικαίωμα να εισβάλλει στο γήπεδο. Οι μεν θέλουν την απελευθέρωση του Ξήρου, οι δε την τιμωρία του Σπανούλη. Γιατί να αποκτά πολιτική νομιμοποίηση το «πέσιμο» στην εξέδρα των επισήμων και να απαξιώνεται η επίθεση εναντίον διαιτητή; Και οι επίσημοι και ο διαιτητές συγκροτούν συστήματα εξουσίας.
Η βία είναι παντού και θρέφεται με δύο κουτάλια. Από τη μία ο πολιτικός λόγος που την καθιστά αποδεκτή και από την άλλη η προσφιλής μας ελληνική οικογένεια που λειτουργεί ως θερμοκοιτίδα κοινωνικής παθογένειας. Κάποτε βέβαια θα υποχωρήσει. Δυστυχώς θα αργήσει και δεν θα είμαστε εδώ για να το δούμε. Θα μας έχει πάρει ο χρόνος ή ο διάολος.