Υπάρχουν ορισμένες εύθραυστες δημοκρατίες στον πλανήτη οι οποίες, πράγματι, αντιμετωπίζουν ένα δομικό πρόβλημα: δεν έχουν βιδώσει στο πάτωμα τις καρέκλες του Κοινοβουλίου. Αυτό χορηγεί στον βουλευτή το δικαίωμα να υψώνει όχι μόνο τη φωνή, αλλά και την καρέκλα του. Τα υπόλοιπα είναι απολαυστικά τηλεοπτικά πλάνα που προβάλλονται ανά την υφήλιο, ενώ οι εφημερίδες της χώρας με το κοινοβούλιο-αρένα κάνουν καυστικά σχόλια του τύπου «ακόμα και στην Ελλάδα γελούν μαζί μας.» Η αλήθεια είναι ότι δεν γελάει κανείς μαζί τους. Το πιθανότερο είναι ότι τους ζηλεύουν. Δεν είναι δα και λίγο να βλέπεις κουστούμια να τσαλακώνονται, κοιλιές να τεντώνονται, αρτηρίες πηγμένες στη χοληστερίνη να φτάνουν στα όρια τους. Και ξύλο ή, τέλος πάντων, κάτι σαν ξύλο. Και όλα αυτά από τους βουλευτές, τον ανθό της αριστοκρατίας. Σαν να αντικρύζεις έναν λυκειάρχη ντυμένο μαθήτρια.
Το ελληνικό Κοινοβούλιο είναι, δυστυχώς, φειδωλό ως προς το θέαμα που προσφέρει. Εντάξει, υπάρχουν στιγμές όπου ολόκληρες ομάδες μελών του αντιγράφουν ιδέες των Monty Python, αλλά και πάλι δεν βλέπεις κάτι που σε καθηλώνει. Για να το πω αλλιώς, το έχεις δει τόσες φορές ώστε το γεύεσαι σαν Coca Cola που ξεθύμανε. Πότε-πότε αξίζει να χαζεύεις τις συνεδριάσεις που συνοδεύονται από απόδοση του λόγου στη νοηματική. Πρώτον επειδή η νοηματική είναι η μοναδική περίπτωση να καταλάβεις τι λέει ο ομιλητής και δεύτερον έτσι ο πολιτικός λόγος επενδύεται με μία προσπάθεια παντομίμας, δηλαδή με θέαμα. Και είναι να απορείς, διότι οι περισσότεροι εκ των βουλευτών συγκεντρώνουν όλες τις απαραίτητες προϋποθέσεις για όμορφο θέαμα. Ούτε από casting να τους περνούσες. Αλλά μπορεί να συγκριθεί το casting με τις επιλογές, το γούστο και την αισθητική του σοφού λαού; Δεν μπορεί.
Δυστυχώς, λοιπόν, οι ομορφιές των κοινοβουλίων που αποκαλούμε «τριτοκοσμικά» δεν φύονται και στο εγχώριο. Παλαιότερα βέβαια, προ του πραξικοπήματος, είχαν πέσει μερικές ψιλές μεταξύ των εθνοπατέρων, αλλά από τη μεταπολίτευση και μετά το πράγμα άρχισε να ευπρεπίζεται επικινδύνως. Αν δεν με απατά η μνήμη μου, η τελευταία πραγματικά χαριτωμένη εικόνα που παρακολούθησε ο ελληνικός λαός, ήταν του βουλευτή Ελευθερίου Καλογιάννη να μεταφέρει στον ώμο την κάλπη, διακόπτοντας τη ψηφοφορία για την εκλογή του Κυρίου Χρήστου Σαρτζετάκη. Δεδομένου του αποτελέσματος, σκέφτεσαι ότι θα ήταν σοφό και φρόνιμο ο βουλευτής να φάει και τα ψηφοδέλτια, αλλά όλα αυτά είναι ιστορία. Επίσης καταγράφεται και μία σφαλιάρα του Βασίλη Κεδίκογλου (ΠΑΣΟΚ) προς τον Στρατή Κόρακα (ΚΚΕ). Πέραν αυτών, οι συνεδριάσεις της Βουλής δεν είναι ούτε για μια χούφτα πασατέμπο.
Εννοείται πως δεν κατατάσσουμε στη σφαίρα του θεάματος τα πληκτικά κλισέ με «υψηλούς τόνους» και «βαρύτατους χαρακτηρισμούς» που στην πραγματικότητα ανταλλάσσονται σαν σταυρωτοί ασπασμοί μακρινών συγγενών. Τι εντύπωση να σου κάνουν οι αποκαλούμενες και «οξείες αντιπαραθέσεις» όταν το κύριο τηλεοπτικό προϊόν της χώρας είναι το ξεκατίνιασμα; Είναι ίδιες, μονότονες, εκνευριστικά επαναλαμβανόμενες. Αν υπήρχε ο στοιχειώδης σεβασμός στον ψηφοφόρο-τηλεθεατή, στην έναρξη κάθε κοινοβουλευτικής περιόδου οι βουλευτές όφειλαν να παρακολουθούν συνεδριάσεις της βρετανικής Βουλής, έτσι, μήπως μάθουν και κάτι. Θυμίζω ότι εκεί τα έδρανα των δύο παρατάξεων βρίσκονται απέναντι. Οι ομιλίες συνοδεύονται συχνά από ένταση και ανοιχτές αποδοκιμασίες, αλλά οι άνθρωποι έχουν χιούμορ. Εδώ εμείς διακρίναμε χιούμορ στον Σουφλιά. Σαν να βρίσκεις νερό στον ήλιο.
Κάπως έτσι, λοιπόν, φτάνουμε στην ευθύτητα με την οποία ο βουλευτής Μεϊμαράκης μεταχειρίστηκε τον βουλευτή Κοραντή. Δηλαδή ποια ευθύτητα; Τον εξύβρισε. Αλλά ο κ. Κοραντής έχασε την ευκαιρία. Ο Τσάβι έβγαλε την πάσα, αλλά ο Μέσι δεν ήταν εκεί. Ο βουλευτής του ΛΑΟΣ σταυροκοπήθηκε αντί να απαντήσει. Το ιδανικό σενάριο τους ήθελε να βγαίνουν οι δυο τους στην πλατεία με τον τσολιά να μη ξέρει αν πρέπει να αφήσει τη σκοπιά του ή τα παλικάρια να σφαχτούν. Δεν έγινε τίποτα. Κρίμα. Και δυο φορές κρίμα σε όσους μέμφονται τον Μεϊμαράη επειδή, λέει, ευτελίζει το επίπεδο του κοινοβουλευτικού βίου. Ειδικά στο συγκεκριμένο κοινοβούλιο οι μεγαλύτερες χυδαιότητες και τα πιο τερατώδη ψέματα έχουν διατυπωθεί με τον πιο αξιοπρεπή τρόπο. Να και ο Πάνος Καμμένος είπε κάτι εντυπωσιακό. Χαρακτήρισε τον πρωθυπουργό «έμμισθο μπρόκερ διεθνών τοκογλύφων».
Είναι μία καλή μαγιά. Ξέρετε τώρα πόσοι βουλευτές ξερογλείφονται σαν γατούληδες μπροστά στη δημοσιότητα που θα τους προσέφεραν μερικά μπινελίκια; Εκτός των άλλων έτσι το επίπεδο του κοινοβουλευτικού έργου θα προσαρμοστεί στο συλλογικό θυμικό. Όσοι θίγονται μου θυμίζουν την κυρία που μετά από μία νύχτα παθιασμένου σεξ μήνυσε τον εραστή της για εξύβριση, επικαλούμενη όσα της έλεγε στο κρεβάτι. Τα πράγματα έχουν αλλάξει. Δεν ξέρω αν αλλάζουν προς το καλύτερο, αλλά σίγουρα προς το θεαματικότερο. Ωραίο παράδειγμα και ο Δήμος Αθηναίων με τον Ηλία Ψινάκη. Στη σκιά της Ακροπόλεως, εκεί που κάποτε ακουγόταν το «Ω, άνδρες Αθηναίοι», τώρα ακούγεται το «Κάτσε κάτω μωρή κουλή».