Είδα τη «Νεμπράσκα» βυθισμένος σε μία κόκκινη πολυθρόνα, με σκοτεινές σκέψεις στο μυαλό και ποπ κορν στα δόντια. Το σενάριο είναι απλό. Ηλικιωμένος επαρχιώτης από τη Μοντάνα, νομίζει ότι κέρδισε ένα εκατομμύριο δολάρια στη Νεμπράσκα. Δεν κέρδισε τίποτα περισσότερο από μία αυταπάτη-ο άνθρωπος πάσχει από άνοια. Όμως στη ζωή του δεν πόθησε τίποτα περισσότερο από το να πάει να πάρει το εκατομμύριο του.
Ο γιος του καταλαβαίνει ότι το να ζεις μέσα σε μία ψευδαίσθηση είναι απείρως πιο ενδιαφέρον από το να τρίβεσαι στην πραγματικότητα. Ο καθένας μας δικαιούται να πέσει για τον ύπνο τον βαθύ και τον αιώνιο, ακούγοντας το αγαπημένο του παραμύθι. Φορτώνει, λοιπόν, τον πατέρα στο αυτοκίνητο και ξεκινούν για το ταξίδι. Θα κάνουν μία μεγάλη στάση στη μικρή κωμόπολη όπου ο παππούς γεννήθηκε και μεγάλωσε. Εκεί θα αναμετρηθεί με τις αναμνήσεις και τις σκιές από το παρελθόν.
Στο μεταξύ, τα ποπ κορν έπεφταν σαν πιγκουίνοι σε μια θάλασσα από Coca Cola μέσα στο στομάχι μου, διαδικασία που τρολάρει τις πιο ενδιαφέρουσες σκέψεις που μπορείς να μοιραστείς με τον εαυτό σου. Σκέφτηκα ότι η μνήμη δίνει υπόσταση στην εμπειρία. Η εμπειρία χάνεται σαν πολύχρωμη μπουρμπουλήθρα αν δεν έχει μνήμη για να πατήσει. Δεν υπάρχει ζωή χωρίς μνήμη. Το αντίστροφο δεν ισχύει πάντα. Μπορείς να αποκτήσεις μνήμες και χωρίς εμπειρίες. Ζωές ολόκληρες θρέφονται από ένα γενναίο παραμύθιασμα. Ως και έθνη πορεύονται στην ιστορία με ψεύτικες μνήμες στη ψυχή. Από την άλλη, έχω πάντα τον Ρόναλντ Ρέιγκαν να στοιχειώνει τους φόβους μου. Ένας μέτριος ηθοποιός που έγινε πρόεδρος των ΗΠΑ και έδειξε στον πλανήτη το σκαλπ του κομμουνισμού. Πέθανε από Αλτσχάιμερ, χωρίς να θυμάται τίποτα από όλα αυτά. Σκέψεις-ποπ κορν. Σκάνε και τις καταπίνεις. Βλέπω στην οθόνη τον πατέρα και τον γιο. Ο πατέρας κοντά στο 80. Ο γιος στα 40. Ταυτίζομαι και με τους δύο. Αλλά δεν ξέρω ποια πλευρά να διαλέξω.
Δεν μπορείς να κάνεις καμία σκέψη την πρώτη μέρα της ζωής σου. Είναι δε εξαιρετικά πιθανό να μην είσαι και τόσο νηφάλιος την τελευταία. Η τρίτη πιο σημαντική μέρα της ζωής σου είναι και η πιο ενδιαφέρουσα. Μόνο που δεν γνωρίζεις ποια είναι. Σας λέω για τη μέρα κατά την οποία συμπληρώνεις τη μισή σου ζωή. Τη μέρα που ο δρόμος μπροστά έχει τόσο, όσο και πίσω σου. Τόσο σπουδαία μέρα ρε γαμώτο και να μην την αναγνωρίζεις. Στατιστικά πρέπει να είναι κάπου ανάμεσα στα γενέθλια των 37 και των 40. Μπορεί να κυλάει αδιάφορα, όσο μία χειμωνιάτικη Κυριακή, μπορεί και συναρπαστικά, όσο ένα καλοκαιρινό Σαββατόβραδο. Πλησιάζοντας προς τα 50, ξέρω ότι την έχω αφήσει πίσω μου, ελπίζω, τουλάχιστον, μέσα στον αιώνα. Βλέποντας, λοιπόν, τη «Νεμπράσκα» αισθάνθηκα σαν εκκρεμές που πάει να πάρει κάτι από τον γιο και κάτι από τον πατέρα. Εντάξει, ξέρω, τον προορισμό, εκεί που φτάνεις σέρνοντας τα πόδια μέσα σε παντόφλες. Επίσης ναι, το παραδέχομαι, οι άνθρωποι στη δική μου ηλικία είναι φορτικοί, κουραστικοί με τις νευρώσεις τους. Όμως, να, ζούμε σε καιρούς που η αγωνία απευθύνεται στους νέους και ο σεβασμός στους γέρους. Θα μου πείτε ότι οι μεσήλικες κυβερνούν τον κόσμο. Δυστυχώς, όχι όλοι.
Οι μεσήλικες είναι οι αμήχανοι της ζωής. Οι άλλοι διατηρούν μία έντιμη και ευθεία σχέση μαζί της. Οι νέοι ελπίζουν σε πολλά. Οι γέροι δεν ελπίζουν σε τίποτα. Ο γέρος κουράστηκε. Ο νέος έχει διάθεση. Ο μεσήλικας αισθάνεται κουρασμένος, αλλά οφείλει να διατηρεί κάτι από το σφρίγος του νέου. Κάποτε οι άνθρωποι ζούσαν λιγότερο, περνούσαν από τη νιότη στο γήρας όπως ο Νοέμβριος μπαίνει στον χειμώνα. Τώρα σέρνονται στη μέση ηλικία. Συχνά πρέπει να αλλάξουν ζωή. Αλλά δεν μπορούν. Έχετε ακούσει πολλούς λυγμούς για την ανεργία στα πενήντα; Όλοι για την απασχόληση των νέων και τις συντάξεις των γέρων ανησυχούν. Ο πενηντάρης πιθανότατα δεν έχει τίποτα απ’ τα δύο. Έχει, βέβαια, γνώση. Σοφία που κάνει τα πράγματα πιο απλά και πιο πικρά. Ξέρει τα μυστικά της ζωής. Μπα, όχι. Ξέρει μόνο τα λάθη του.