Υπάρχουν μερικά πράγματα που στριμώχνουν τη λογική στα σχοινιά. Επί μία εβδομάδα η κυβέρνηση αναζητεί συναινέσεις προκειμένου να εφαρμόσει την πολιτική που ζητούν οι δανειστές μας. Αυτό έχει λογική βάση. Ομοίως, αναμενόμενο και εξόχως λογικό είναι να βγαίνει ο Ολι Ρεν και να κάνει υποδείξεις προς τα κόμματα. Οι δικοί μας δηλώνουν ότι δεν υποκύπτουν σε εκβιασμούς, αλλά ο Ρεν ανήκει σε εκείνους που κρατούν στο χέρι τα κλειδιά του ταμείου και την επιβίωση του πολιτικού μας συστήματος. Ομως όσο και αν τα νύχια των Βρυξελλών γρατζουνούν τις πληγές μας, η στάση της κυβέρνησης παραμένει παράλογη.
Εδώ και μερικές μέρες έχει αναδείξει τον Αντώνη Σαμαρά σε παράγοντα που ρυθμίζει τη σταθερότητα της χώρας και του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος. Το επισήμανε και ο ίδιος κατά τη διάρκεια της σύσκεψης των πολιτικών αρχηγών. Και φυσικά δεν παραχώρησε τη συναίνεση που του ζητήθηκε. Αποτέλεσμα; Η κυβέρνηση εμφανίζεται σαν σκύλος που κυνηγάει την ουρά του. Επί μία εβδομάδα η συναίνεση προτάσσεται ως η καλή πλευρά ενός εκβιαστικού διλήμματος, ως η πέτρα που αν δεν τοποθετηθεί εγκαίρως, θα καταρρεύσει ολόκληρο το οικοδόμημα. Η αλήθεια δεν έχει ακριβώς έτσι. Η συναίνεση είναι η ιδανική, αλλά όχι και η απαραίτητη συνθήκη για την υλοποίηση ενός αποφασιστικού προγράμματος μεταρρυθμίσεων.
Εντέλει όταν έχεις ευρεία κοινοβουλευτική πλειοψηφία στο πλάι και 2.5 χρόνια θητείας μπροστά σου, η συναίνεση απαιτείται για την απορρόφηση των κραδασμών, όχι για τη λήψη και την εφαρμογή αποφάσεων με υψηλό κόστος. Με τη δήλωση του ο πρωθυπουργός ουσιαστικά περιέγραψε το αναμενόμενο: η κυβέρνηση θα κάνει τη δουλειά της χωρίς να υπολογίζει το πολιτικό κόστος. Ακούγεται θετικό. Ομως είναι και τόσο αυτονόητο που καταντά θλιβερό. Είναι περίπου σαν να παραδέχεται την ατολμία, την αδυναμία και την ανεπάρκεια της κυβέρνησής του. Σχεδόν δεκαοκτώ μήνες μετά τις εκλογές ο πρωθυπουργός έκανε μία δήλωση που υπό φυσιολογικές συνθήκες γίνεται στην αυγή του κυβερνητικού βίου. Και υλοποιείται από την αμέσως επόμενη ημέρα. Ο ίδιος φέρεται να είπε ότι θα προχωρήσει μόνος. Μα οι ηγέτες μόνοι προχωρούν, γι’ αυτό και η ιστορία κάνει διακρίσεις.