Σε ένα Γυμνάσιο της Αττικής πραγματοποιήθηκε την Τρίτη συνέλευση γονέων με θέμα την κατάληψη του σχολείου. Ενώπιον της συνέλευσης εμφανίστηκε εκπρόσωπος των μαθητών που διάβασε ένα κείμενο με τα αιτήματα και ενημέρωσε τους γονείς για τους συσχετισμούς στη σχολική κοινότητα – πόσοι μαθητές της Α’ Γυμνασίου είναι υπέρ της κατάληψης κ.λπ.
Κάποιοι από τους γονείς άρχισαν να διατυπώνουν επιθετικές θέσεις και ερωτήσεις προς το παιδί. Αντέδρασαν οι γονείς που βρίσκουν τα αιτήματα των μαθητών λογικά και πιστεύουν ότι οι καταλήψεις έχουν ηθική και διαπραγματευτική βάση. Χρειάστηκαν λίγα λεπτά για να ξεκινήσει ένα λεκτικό μαλλιοτράβηγμα – έχω απολαύσει σχετικό ηχητικό απόσπασμα. Κρίμα. Όχι για το μαλλιοτράβηγμα, αλλά για την απουσία των παιδιών από τη διαδικασία. Θα έπαιρναν ένα μάθημα που δεν διδάσκεται στα σχολεία, αλλά μόνο στην πραγματική ζωή.
Οι γονείς των παιδιών που σήμερα κάνουν κατάληψη, είναι οι καταληψίες των 80s και των 90s. Kαι λογικά, τα παιδιά των σημερινών μαθητών θα γίνουν στο μέλλον η τρίτη γενιά καταληψιών. Γύρω στο 2040 θα υπάρχουν παιδιά με μνήμες κατάληψης από τον παππού και τη γιαγιά – συνείδηση που θα έχει μεταφερθεί μέσω DNA. Οι άνθρωποι θα παραμείνουν ίδιοι. Όπως και οι συνθήκες στα σχολεία.
Υπάρχουν, λοιπόν, δύο γωνίες από τις οποίες παρατηρούμε τα πράγματα. Η μία φωτίζει προς τα σχολεία, αναδεικνύει τα προβλήματα και τις ελλείψεις. Καχεκτικές υποδομές, συνωστισμός μαθητών, ανεπάρκεια στην καθαριότητα και απολύμανση των χώρων. Πρόκειται για θέματα που χρονίζουν και υπογραμμίζονται εμφατικά σε εποχή πανδημίας. Η άλλη γωνία βλέπει προς τα αντανακλαστικά των παιδιών που, ας μην το ξεχνάμε, ανάμεσά τους υπάρχει ένα σημαντικό ποσοστό με δικαίωμα ψήφου. Τα παιδιά αντιδρούν ακριβώς όπως έκαναν και οι γονείς τους πριν από είκοσι ή τριάντα χρόνια. Έτσι έμαθαν. Όμως, αλήθεια, τι άλλαξε στα σχολεία ώστε να αλλάξει και ο τρόπος αντίδρασης των παιδιών;
Όταν ο γιος μου πήγαινε στο Γυμνάσιο, πριν από καμιά δεκαριά χρόνια, διαπίστωσα, έντρομος και ντροπιασμένος, ότι το παιδί έκανε μάθημα σε μία τάξη που ήταν κατά πολύ χειρότερη από τη δική μου στα τέλη των ’70s. Ως κυνικός ενήλικας, χωρίς ίχνος ρομαντισμού και ελπίδας, απόρριπτα την πρακτική της κατάληψης, αναγνωρίζοντας το μάταιο της κινητοποίησης, παρά το δίκαιο των αιτημάτων. Γνώριζα επίσης ότι, για πολλά παιδιά, στον πυρήνα της αντίδρασης δεν ήταν το αίτημα για καλύτερο σχολείο, αλλά η ευκαιρία για κοπάνα και χαβαλέ. Είναι η φύση των παιδιών που υπονομεύει το περιεχόμενο της διεκδίκησης.
Οι ενήλικοι γνωρίζουμε καλά ότι αν καταλάβεις ένα σχολείο, δεν θα έρθουν την επομένη τα συνεργεία για να φτιάξουν καινούργιες αίθουσες. Αυτό το ξέρουν και τα παιδιά, πλην όμως τα προβλήματα είναι τόσο μεγάλα, που χορηγούν ηθικό άλλοθι ακόμα και στις καταλήψεις τού χαβαλέ. Η κατάσταση δείχνει αδιέξοδη και συνθέτει ακόμα ένα ελληνικό παράδοξο, το οποίο εντάσσεται στην κοινή ζωή μας ως ένα κομμάτι κανονικότητας.
Μεταξύ μας, δεν υπάρχει λόγος να συζητάμε για τις καταλήψεις στα σχολεία, όσο δεν συζητάμε για τα ερείσματα πάνω στα οποία πατάνε. Όσο τα σχολεία μας παραμένουν σε αυτήν την κατάσταση, θα έχουμε καταλήψεις. Όμως καμιά φορά σκέφτομαι ότι ίσως έχουμε καταλήψεις ακόμα και αν αποκτήσουμε σχολεία ελβετικού τύπου. Οι καταλήψεις είναι πλέον στοιχείο της κοινωνικής μας παράδοσης. Τον Σεπτέμβριο θα ανέβουν οι μαθητές στα κάγκελα και τον Φεβρουάριο θα βγουν τα τρακτέρ στους δρόμους.