Έχω την αίσθηση ότι την επόμενη φορά που ο Αλέξης Τσίπρας θα επισκεφθεί τη Θεσσαλονίκη, θα μπει στην πόλη όπως ο Φιντέλ στην Αβάνα, την Πρωτοχρονιά του 1959. Πάνω σε ανοιχτό τζιπ, φορώντας κάτι σε χακί, με παραστάτες τον κυρ Στέλιο τον Παππά και τον κυρ Αλέκο τον Φλαμπουράρη, με τα πρόσωπα σκαμμένα από τους αγώνες.
Και τον Πολάκη. Κανονικά, όπως είναι τώρα. Σαν να κατέβηκε από το βουνό. Ενδεχομένως η Αχτσιόγλου και η Νοτοπούλου να προηγούνται της πομπής. Στα γόνατα. Κρατώντας πανό. Όπως οι γυναίκες στο Σύνταγμα, τον Δεκέμβρη του ‘44. Και από τη Θεσσαλονίκη θα ξεκινήσει η νέα μεγάλη πορεία προς τον λαό. Αυτή τη φορά το διακύβευμα δεν θα είναι ούτε ο ΕΝΦΙΑ, ούτε η επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ, ούτε το σκίσιμο του μνημονίου. Αυτά λύθηκαν. Τώρα αρχίζει η μάχη για τη Δημοκρατία. Αν όλο αυτό δεν ήταν τόσο χυδαίο, θα άξιζε να βάλεις τα γέλια. Είναι όμως και σουρεαλιστικό. Λες και θέλουν να βιδώσουν όλη τη χώρα στον καναπέ να βλέπει το δικό της Goodbye Lenin ή έστω την εκπομπή της ΕΡΤ που θρηνεί για την ήττα της Αριστεράς στα Δεκεμβριανά.
Δεν ξέρω αν το έχετε καταλάβει, αλλά ο τύπος που κυβερνάει με τον Καμμένο, μοιράστηκε την πλατεία Συντάγματος με την Χρυσή Αυγή και παίζει καθυστέρηση στη δίκη των νεοναζί, μόλις ξεκίνησε ανένδοτο αντιφασιστικό αγώνα. Και σχεδόν μισό αιώνα από τη Μεταπολίτευση, λανσάρει σύνθημα «Βαρδάρης Δημοκρατίας». Βέβαια το να θρηνείς επειδή δεν εγκαταστάθηκε κομμουνιστικό καθεστώς και από την άλλη να μιλάς για «Βαρδάρη Δημοκρατίας», είναι ελαφρώς αντιφατικό. Όμως το τελευταίο πράγμα που προσπαθεί να πουλήσει ο Τσίπρας στο ακροατήριό του είναι η λογική. Ο πρωθυπουργός δεν επιχειρεί, απλώς, να διχάσει τη χώρα. Προσβάλλει βάναυσα, στέκεται απρεπής απέναντι σε όλους τους πολίτες που διαφωνούν με τις θέσεις του και δυσφορούν με την πολιτεία του.
Λίγο πριν φυσήξει ο Βαρδάρης της Δημοκρατίας, την περασμένη Παρασκευή στο Αλεξάνδρειο, ένας άνδρας ξεκίνησε να τραγουδάει το «Μακεδονία ξακουστή», τραγούδι που, αν μη τι άλλο, επενδύει τις στρατιωτικές και μαθητικές παρελάσεις. Απομακρύνθηκε σηκωτός και με αποδοκιμασίες. Και εδώ να με συγχωρείτε, αλλά ακόμα και εγώ, που θεωρώ τη Συμφωνία των Πρεσπών ωφέλιμη για τα εθνικά συμφέροντα, έχω ένα θέμα. Τα τελευταία τριάντα χρόνια η κοινή γνώμη της χώρας έχει αφομοιώσει με εμμονικό τρόπο αυτό που θεωρούσαμε εθνικό πλαίσιο θέσεων για τη Μακεδονία. Και ναι συμφωνώ και εγώ, μαζί με τον πρωθυπουργό, ότι αυτό το πλαίσιο ήταν λάθος, με αρνητικά φορτία εθνικισμού. Όμως επρόκειτο για κάτι τόσο ευρύ και καθολικό, ώστε δεν σου επιτρέπει σε καμία περίπτωση να αποκαλείς εθνικιστές ή και φασίστες όσους διαφωνούν με τις Πρέσπες. Αναπαράγουν αυτό που για τρεις δεκαετίες θεωρούσαν εθνικά σωστό. Και η στάση της κυβέρνησης εντείνει τα πνεύματα, οδηγεί το θυμικό στα άκρα, κάτι που θα το μετρήσουν όταν ανοίξουν οι κάλπες σε περιοχές όπως το Κιλκίς, η Φλώρινα, η Ημαθία.
Το λάθος βρίσκεται, φυσικά, στην προσέγγιση που έκαναν ως Μαξίμου. Πήγαν να περάσουν τη συμφωνία μέσα από το πρίσμα που πέρασαν και το «Όχι» στο δημοψήφισμα. Σκάβοντας χαρακώματα, επενδύοντας με ιδεολογικό χρώμα και συναίσθημα τη στάση των πολιτών απέναντι στο θέμα. Αν δεν συμφωνείς με τις Πρέσπες, είσαι εθνικιστής ακροδεξιός. Αν δεν είσαι με τον ΣΥΡΙΖΑ δεν είσαι ούτε με τη Δημοκρατία. Οι τύποι τζογάρουν με το πολυτιμότερο αγαθό που διαθέτει μία χώρα: με την ενότητα του λαού της, ειδικά σε θέματα εθνικού ενδιαφέροντος. Και στις εκλογές που έρχονται δεν θα δούμε, απλώς, πόλωση ανάμεσα στα κομματικά επιτελεία. Θα δούμε μία προσπάθεια διχασμού του λαού, ακόμα και με ακραίες συνέπειες. Η πόλωση που θυμούνται οι παλαιότεροι, από τα ‘80ς, θα δείχνει παιδικό παιχνίδι μπροστά σε αυτό που έρχεται. Διότι τότε οι μισοί Έλληνες έλεγαν τους άλλους μισούς κλέφτες. Τώρα το σχέδιο είναι να τους λένε φασίστες.