Ήταν λίγο πριν το μεσημέρι. Τα κανάλια διέκοψαν το πρόγραμμα και στα ραδιόφωνα έπαψε η μουσική. Όλοι συνδέθηκαν με τη δημόσια τηλεόραση -τη θυμάστε ακόμα τη ΝΕΤ, σωστά; Ο Γιώργος Παπανδρέου στο Καστελόριζο. Έχω την αίσθηση ότι εκείνες τις στιγμές κανένας δεν μπορούσε να περιγράψει αυτό που ήταν μπροστά μας. Άκουγες για ΔΝΤ, έβλεπες στο βάθος το θηρίο να ξεφυσάει, να βγάζει ανάσα σαν μαύρο καπνό από τα ρουθούνια. Όμως εκείνη τη μέρα δεν ήξερες τι θα ερχόταν μετά. Ήταν αδύνατο να περιγράψεις το σχήμα, τι γεύση που θα άφηνε. Θυμάμαι το «καλό κουράγιο» του Όλι Ρεν.
Πέρασαν πέντε χρόνια. Και πέρασαν από πάνω μας. Μία αιωνιότητα. Ένας άλλος κόσμος. Κάποιο μακρινό σύμπαν. Η χώρα άλλαξε δραματικά. Και μαζί της αλλάξαμε και εμείς. Η κρίση χορήγησε άλλοθι στις παθογένειες και στα ταπεινότερα των ενστίκτων μας. Τα νομιμοποίησε, τους έδωσε μέχρι και θεσμική έκφραση. Πήρε τα ξένα ρούχα από πάνω μας και σταθήκαμε γυμνοί, για πρώτη φορά, μπροστά σε έναν καθρέφτη που δεν παραμορφώνει. Τρομακτική εικόνα. Έμειναν άδεια τα στόματα και άρχισαν να δαγκώνουν. Στείρα από λόγια, να γεννούν μόνο κραυγές. Συχνά σκέφτομαι ότι, ιστορικά, αυτή η κρίση θα ήταν μία ευκαιρία για να κατακτήσουμε την πιο επώδυνη γνώση, την αυτογνωσία. Θα μετρούσαμε λάθη και πληγές, θα κλείναμε λογαριασμούς με το παρελθόν και θα βαδίζαμε προς το φως. Δεν έγινε έτσι. Στις παρέες συζητάμε και απορούμε: γιατί οι άλλοι, που βρέθηκαν στην ίδια μοίρα με μας, κατάφεραν κάτι; Εμείς πέσαμε στα γόνατα, εκείνοι περπάτησαν μπροστά. Τράβηξαν προς το μέλλον. Εμείς θέλουμε να επιστρέψουμε στο παρελθόν. Φταίμε εμείς; Είναι ευθύνη του λαού η τραγωδία του; Πέντε χρόνια μετά, μέσα μου αρχίζω σιγά-σιγά να μετακινώ την ευθύνη από το πλήθος στους λίγους. Στους καχεκτικούς, ανεπαρκείς, επίορκους ηγέτες της δημόσιας ζωής. Αλλά μετά, κοιτάζω γύρω μου, διαβάζω, ακούω και αλλάζω γνώμη. Όλοι φταίμε. Αν όχι όλοι, οι περισσότεροι. Γιατί η αλήθεια μας ήταν ψεύτικη και οι μύθοι μας σάπιοι.
Και τι λέτε να γίνει; Πιστεύω ότι μόνο ο χρόνος και ο θάνατος μπορούν να δώσουν λύση. Να φύγουμε οι παλιότερες γενιές, να έρθουν νέοι, μπολιασμένοι με το αίμα των «ξένων». Αυτοί σίγουρα θα τα καταφέρουν καλύτερα.