Στο τελευταίο βιβλίο του Γιώργου Σκαμπαρδώνη υπάρχει ένα διήγημα υπό τον τίτλο «Ο Θαλάσσιος Δαίμων». Περιγράφει την περιπέτεια δύο φοιτητών που αποφάσισαν να χτίσουν μία ξύλινη βάρκα στο καθιστικό τους. Και η βάρκα κατασκευάστηκε μέσα στο σπίτι σαν το όνειρο που γεννιέται μέσα σε ένα κεφάλι. Στη συνέχεια την άρπαξε ένας γερανός και την τοποθέτησε στο τρέιλερ, όπως ο πελαργός αφήνει το παιδί στην κούνια. Τα υπόλοιπα έγιναν στα νερά της Χαλκιδικής.
Τώρα θα μπορούσα να σας πω ότι και η γραφή του Σκαμπαρδώνη είναι σαν βάρκα που χτίζεται για να σε ταξιδέψει μακριά και ας έχεις πάει μόλις εδώ πιο κάτω. Δεν το κάνω γιατί είναι προβλέψιμο, στις παρυφές του κλισέ. Εναλλακτικά, θα σας έλεγα ότι οι λέξεις του Σκαμπαρδώνη δεν είναι η βάρκα, αλλά η θάλασσα. Πεζό και αυτό, ίσως και υπερφίαλο. Διότι φαντάζομαι ότι αυτό που θέλει ο συγγραφέας είναι να βουλιάξετε στον καναπέ και να διαβάσετε ωραία διηγήματα. Το βιβλίο λέγεται «Περιπολών περί πολλών τυρβάζω» και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη. Και είναι, κατά συγγραφέα, «είκοσι έξι νέα διηγήματα. Ίσως θέλοντας κατά βάση να πετάξω δροσερά καρπούζια στον Κάτω Κόσμο.» Αυτό ακριβώς. Τίποτα λιγότερο, αλλά πολλά περισσότερα.
Τι μπορείς να πεις για τη γραφή του Σκαμπαρδώνη; Τι στο διάολο μπορείς να πεις; Ουσιαστικά τίποτα. Υπάρχει μόνο μία αντίφαση: ενώ η γραφή του αποτελείται από λέξεις, εσύ μπορείς να την περιγράψεις με εικόνες που έχει κατασκευάσει ο ίδιος. Α, θα προσθέσω και ότι σε αυτό το βιβλίο ο συγγραφέας είναι πιο χαλαρός-και με τον αναγνώστη και με τον εαυτό του. Εσείς θα μου πείτε για την απλότητα που πρέπει, υποχρεωτικά, να διέπει τα μικρά διηγήματα. Και εγώ θα σας εξηγήσω ότι παλαιότερα ο Σκαμπαρδώνης έφτιαχνε με τις λέξεις του κόμπους που μπορούσες εύκολα να λύσεις. Τώρα τις αφήνει πιο ελεύθερες.
Ο συγγραφέας έσπειρε τις ιστορίες του πάνω σε μία εύφορη πολυτέλεια που έχει κατακτήσει. Ο Σκαμπαρδώνης είναι από τους λογοτέχνες που επιμένουν να διατηρούν όρθια τα βασικά σκηνικά των ιστοριών τους. Πηγαίνεις εσύ σε αυτόν, δεν έρχεται αυτός σε σένα. Πολλά βιώματα, κολλημένα από την υγρασία της Σαλονίκης. Αυτό καμιά φορά με θυμώνει. Γιατί δεν «έφυγε» ποτέ; Δεν είναι ο χαρακτήρας της πόλης, πιστέψτε με. Είναι η εμμονή του ανδρός, είναι οι αναμνήσεις της πρώτης νιότης του που τον καλούν να πάρει τη θέση του μέσα σε ένα κάδρο με πολύ συγκεκριμένες μορφές. Η Θεσσαλονίκη είναι εκεί, αλλά, περιέργως, δεν στοιχειώνει το έργο του. Το έργο θα στοιχειώσει κάποτε τη Θεσσαλονίκη, αλλά αυτό είναι κάτι ο Σκαμπαρδώνης πρέπει να απολαμβάνει.
Υ.Γ. «Η κυρία Ντεσεβώ» κλέβει ελαφρώς στα χρόνια της, σαν κλείσιμο ματιού προς όσους ξέρουν και θυμούνται 🙂