Είδα την «Οδύσσεια» στο Εθνικό Θέατρο. Είχα διαβάσει ότι είναι παιδικό θέατρο με αριστουργηματική εικαστική αισθητική. Δεν ξέρω τι ακριβώς είναι επειδή, προφανώς, αδυνατώ να το περιγράψω. Είναι, όμως, κάτι εντυπωσιακό. Η παράσταση έχει μία σπάνια ιδιαιτερότητα: ακόμα και αν σε κουράσει, μετά μένει μαζί σου. Φοβάμαι δε ότι δεν παίρνεις εσύ κάτι από αυτήν, κρατάει εκείνη ένα κομμάτι του μυαλού σου.
Το έργο είναι μεγάλο με αρκετές «επαναλήψεις». Ίσως η παρακολούθηση του να ήταν πιο ξεκούραστη αν οι σκηνές έτρεχαν πιο γρήγορα. Όμως, από την άλλη, ο δημιουργός του, ο Robert Wilson, χρειάζεται χρόνο για να σε εξοικειώσει με τους κώδικες του δικού του παραμυθιού. Και η «Οδύσσεια» έτσι παρουσιάζεται. Σαν παραμύθι. Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, κάποιες φορές θα σου θυμίσει παιδικό θέατρο και κάποιες άλλες μιούζικαλ ή κάτι που δεν έχεις ξαναδεί-αυτός, άλλωστε, είναι ο λόγος που πήγες στην παράσταση. Σε μένα, ας πούμε, κάποια στιγμή θύμισε κόμικ. Επίσης αδυνατώ να περιγράψω τεχνικά τη συνάντηση της ευφυούς δημιουργίας με τεχνολογικές υποδομές διεθνών αξιώσεων. Μάλλον θα την περιέγραφα με ένα επιφώνημα.
Ομοίως είναι περιττό να αναφερθείς στους ηθοποιούς αυτής της παραγωγής. Για να βρίσκονται εκεί, είναι όλοι άρτιοι. Με γοήτευσε η Ναυπλιώτου και ο Ζαλμάς φέρνει τον Οδυσσέα στα μέτρα ενός κολλητού σου. Και κάπου έξω από το κάδρο ο μοναδικός Νικήτας Τσακίρογλου. Που στέκει στη σκηνή ακίνητος πριν αρχίσει το έργο και μόλις σβήσουν τα φώτα απαγγέλλει τους πρώτους στίχους της Οδύσσειας, στο αρχαίο κείμενο. Τώρα θα ρωτήσετε αν σας προτείνω να πάτε ή όχι. Δώστε στο έργο το δικαίωμα να περάσει τη δική του Οδύσσεια και επιτρέψτε στην κρίση σας να γίνει πότε η Σκύλλα, πότε η Χάρυβδη και πότε η Ναυσικά.