Ο Γιάνης Βαρουφάκης δεν κατάφερε να βρίσκεται εκεί, στην είσοδο του υπουργείου του. Ήταν στο χαράκωμα των Βρυξελλών. Έστειλε όμως μήνυμα προς τις καθαρίστριες. Η Νάντια Βαλαβάνη πήγε και πότισε τις αγκαλιές με δάκρυα. Το «Κόκκινο» έκανε εκπομπή μπροστά από το αντίσκηνο. Πέρασε και η Ρένα Δούρου. Και ο Γιώργος Κατρούγκαλος, ο άνθρωπος που έβαλε την τελευταία υπογραφή για την επαναπρόσληψη. Φωτογραφήθηκε με τις ευτυχισμένες καθαρίστριες. Θα μπορούσε, βέβαια, να τις έχει πελάτισσες. Ας είναι. Θα τις έχει, σίγουρα, ψηφοφόρους. Πρώτος τις είδε ο πρωθυπουργός. Λάθος. Πρώτα πέρασαν από της Ζωής. Όμως τώρα οι κυρίες τελείωσαν. Μπορούν, επιτέλους, να επιστρέψουν στις δουλειές τους.
Όλο αυτό είναι τόσο λαϊκίστικο που πατάει στις παρυφές της χυδαιότητας. Μη λέμε τα αυτονόητα: η απόλυση των γυναικών αυτών αποτέλεσε μία βάρβαρη πράξη πολιτικού κυνισμού. Η αποκατάστασή τους ήταν, αν μη τι άλλο, πρώτα θέμα λογικής και μετά ευαισθησίας. Όταν είσαι υπουργείο Οικονομικών τσιμπάς τους φοροφυγάδες, δεν απολύεις τις καθαρίστριες σου. Όμως, μα την Αγία Βαρβάρα, η πολιτική και επικοινωνιακή διαχείριση από την κυβέρνηση έρχεται από το πιο βαθύ υπόγειο του πελατειακού κράτους.
Σε αυτές τις περιπτώσεις η σεμνότητα και το «νέο ήθος» διακυβέρνησης απαιτούν αποστάσεις, ειδικά όταν υπάρχουν κάμερες. Αηδίες. Κάθε πολιτικός θέλει να φωτογραφίζεται ανάμεσα σε χαμόγελα. Ακόμα καλύτερα, όταν αυτά ανθίζουν μετά από δική του υπογραφή. Η παρουσία του υπουργού υποδηλώνει ένα και μόνο: την πολιτική συναλλαγή. Η σχέση γίνεται αμφίδρομη. Δεν είναι ο ΣΥΡΙΖΑ που επαναπροσέλαβε τις καθαρίστριες. Είναι οι καθαρίστριες που έκαναν κυβέρνηση τον ΣΥΡΙΖΑ. Και οι κυρίες, συμμετέχοντας, υποχρεωτικά, στο επικοινωνιακό παιχνίδι των πολιτικών, γίνονται τροφή για το τέρας που τις πέταξε στο δρόμο. Για το κράτος των πελατών. Για το κράτος που αντιπροσωπεύει ο Κατρούγκαλος.