Αυτό που συμβαίνει είναι τελικά πιο περίεργο από όσο δείχνει. Οι μέρες έχουν μεγαλώσει, αλλά η ζωή έγινε μικρότερη. Μικρότερη ως προς αυτά που ζούμε. Μπήκε η θερινή ώρα. Ε, και; Για τους περισσότερους δεν έχει καν σημασία τι μέρα είναι. Όλες ίδιες είναι. Είμαστε χάμστερ στον τροχό της καραντίνας. Ψάρια στο μικρό τους ενυδρείο. Συμμετέχουμε στο Big Brother σε εθνικό επίπεδο και πηγαίνουμε στο δωμάτιο επικοινωνίας για να ακούσουμε τη φωνή του Τσιόδρα και τις αυστηρές συστάσεις του Χαρδαλιά.
Βγαίνω έξω και βλέπω τα περίπτερα σαν χριστουγεννιάτικα δένδρα. Στην αρχή μου άρεσε η εικόνα, αισθανόμουν ότι είμαι ο τελευταίος άνθρωπος στη Γη. Τώρα δεν μου κάνει εντύπωση. Υποσχέθηκα στον εαυτό μου ότι δεν θα ξαναγκρινιάξω σε μποτιλιάρισμα, αλλά παράλληλα έχω αποδεχθεί και την εικόνα της άδειας Κηφισίας. Κάνω περιπάτους εκεί, πιο κάτω από το δαχτυλίδι, μπροστά στα κλειστά πολυκαταστήματα και αισθάνομαι ότι βαδίζω μέσα σε φωτογραφία που τραβήχτηκε ένα κυριακάτικο πρωινό. Οι περισσότεροι άνθρωποι που συναντώ, ειδικά τα βράδια, κρατούν έναν σκύλο από το λουρί. Είναι ο σκύλος που έβγαλε βόλτα τον άνθρωπο και όχι το αντίστροφο. Αισθάνομαι βέβαια ευλογημένος που έχω ραδιοφωνική εκπομπή και απολαμβάνω, με αληθινή συγκίνηση, την εξέλιξη της σχέσης με τους ακροατές. Στο σπίτι βλέπω σειρές και δεν μπορώ να ανοίξω βιβλίο, ειλικρινά απορώ με όλους αυτούς που βάζουν στα social μικρά και μεγάλα «τούβλα» από βιβλία. Πού το είχαν φυλαγμένο τόσο άκαυτο μυαλό; Παρακολουθώντας σειρές διαπιστώνω, με έκπληξη, τον υψηλό βαθμό της προσαρμοστικότητας μου. Βλέπω χειραψίες, αγκαλιές και συνωστισμό και ήδη μου φαίνονται ως εικόνες από ένα άλλο σύμπαν. Δείχνουν ως μία παραδοξότητα, ψεύτικες, αντιφατικές απέναντι στην πραγματικότητα. Ενδεχομένως να παρατηρήσατε και εσείς το ίδιο στον εαυτό σας. Δεν είναι ανησυχητικό, κάθε άλλο. Είναι που έχουμε συνηθίσει στον πρόσκαιρο καινούργιο κόσμο μας. Για αυτό και συχνά κάθομαι και σκέφτομαι το βράδυ που θα ανοίξουν τα μπαρ.
Έχω διάφορα σενάρια στο μυαλό μου για εκείνη τη νύχτα. Θα είναι, άραγε, το μεγαλύτερο πάρτι που γνώρισε ποτέ η χώρα; Βουτηγμένο σε διονυσιακή έκσταση με ποτάμια αλκοόλ να ρέουν στα λαρύγγια και ένα μανιτάρι από τσιγάρα κάθε είδους να ανεβαίνει στον ουρανό; Ο καιρός θα έχει ζεστάνει, τα τραπέζια θα απλωθούν στα πεζοδρόμια και τα γέλια θα ακούγονται το ένα πάνω στο άλλο, φτιάχνοντας ένα jenga με χάχανα. Και να ανοίγουν οι αγκαλιές, να σκάνε τα φιλιά, να ανθίζουν τα χαμόγελα. Μάης μήνας, με τα χειρότερα να έχουν μείνει πίσω και το καλοκαίρι να έρχεται έστω και ξέπνοο, κουτσαίνοντας. Πόσοι θα βγουν έξω εκείνο το βράδυ; Όλοι, λέω ή, τέλος πάντων, όσοι μπορούν. Θα είναι όπως όταν ανοίγουν όλες μαζί οι πόρτες στις ιπποδρομίες ή στις κυνοδρομίες και ξεχύνονται τα ζωντανά στο στίβο. Κάποιοι θα νικήσουν τους φόβους και την ανασφάλεια και θα βγουν έξω, θα υποκύψουν στη σαγήνη του συνωστισμού. Θα κυκλοφορήσουν οι παρέες που άντεξαν και δεν σκόρπισαν στην καραντίνα. Εκείνο το βράδυ θα είσαι πραγματικά τυχερός αν πεις ότι έχεις να δεις ανθρώπους που σου έλειψαν. Και τους έλειψες στα αλήθεια και εσύ.
Θα βγουν και οι έρωτες που χωρίστηκαν στην καραντίνα αν και με πίκρα θα διαπιστώσουν ότι ο ένας από τους δύο έκανε και δεύτερες σκέψεις στο διάστημα του εγκλεισμού. Θα συναντηθούν και κάποιοι (λίγοι, πρώτη μέρα είμαστε) έρωτες της παράλληλης ζωής και μερικοί, με ντροπή στα μάτια, θα πουν ότι τα βρήκαν πάλι με το «νόμιμο» ταίρι τους. Θα εμφανιστούν και οι σαλταρισμένοι, αυτοί που βγαίνοντας από το σπίτι θα υποσχεθούν στον εαυτό τους ότι θα κάνουν μέρες να γυρίσουν. Ένα ανοιξιάτικο βράδυ θα ανοίξουν τα μπαρ και θα πιάσουμε τη ζωή μας από εκεί που την αφήσαμε. Ακόμα και αν δεν τη βρούμε όπως ήταν, θα κάνουμε τα πάντα για να τη φέρουμε στα μέτρα μας. Και θα ξεχάσουμε. Πάντα ξεχνάμε. Δεν μπορεί να γίνει αλλιώς.