Για τον Νίκο Ζαχαριάδη θα μπορούσα να σας γράψω πολλά, αλλά σίγουρα δεν θα σας τα έλεγα όλα. Ίσως δοκίμαζα ένα θεατρικό. Περάσαμε, άλλωστε, δύο χρόνια ως συγκάτοικοι. Εγώ στον πέμπτο, αυτός στον τέταρτο. Σε μία πολυκατοικία που, τον περισσότερο καιρό, ήμασταν μόνο οι δυο μας. Μου έλεγε ότι είμαστε σαν το «Παράξενο ζευγάρι», ο Τζακ Λέμον και ο Γουόλτερ Ματάου. Μπα, ήμασταν πιο παράξενοι. Αστείοι. Ενίοτε και γελοίοι. Γεννημένοι την ίδια χρονιά. Με ένα μπουκάλι Jameson, πατατάκια, γραβιέρα και να βλέπουμε James Bond. Πρωτοχρονιά του ‘18 κόψαμε μία βασιλόπιτα στη μέση. Κανένας μας δεν βρήκε το φλουρί. Μείναμε ως το ξημέρωμα καπνίζοντας πούρα, να ακούμε έναν δίσκο με μπαλάντες του Rod Stewart. Νομίζω ήταν ο αγαπημένος του δίσκος.
Αναπόφευκτα κάναμε και γελοία πράγματα. Πήγαμε, ας πούμε, στο καζίνο για να βγάλουμε το μπάτζετ ενός πάρτι που θέλαμε να κάνουμε -μη ρωτάτε τι έγινε στην Πάρνηθα, δεν θέλω να το θυμάμαι. Kατεβαίναμε για ποτό στο Au Revoir στην Πατησίων και, δεν ξέρω πώς, ο κλήρος έπεφτε πάντα σε μένα για να μείνω στο ένα ποτό και να οδηγήσω στην επιστροφή. Μου έφτιαχνε ένα σάντουιτς που, κατά τους ισχυρισμούς του, ήταν ίδιο με εκείνο που σερβιρίστηκε στην ενθρόνιση της Ελισάβετ. Δεν κάθισα να το διασταυρώσω ποτέ, δεν ήμουν χαζός να χάσω τη λιχουδιά. Μαγειρεύαμε χταπόδι και βρωμούσε το σύμπαν, έλεγα θα μας την πέσει η Greenpeace. Και τον παρακολουθούσα να επιδίδεται σε κατασκευές και μερεμέτια. Ήταν καλός σε αυτό. «Δεν γίνεται, αγόρι μου, να μας νικήσει μία βίδα. Θα τη νικήσουμε εμείς». Το masterpiece του ήταν ένα τραπέζι αποτελούμενο από δύο παλέτες για ξύλα που κατασκεύασε για το φοιτητικό σπίτι του γιου μου. Και μία μέρα ξεκίνησε να ζωγραφίζει ανθρωπάκια σε ένα καβαλέτο που τοποθέτησε στην κουζίνα.
Με τον Ζαχ (έτσι τον έλεγα ή απλά «ρε μαλάκα») συχνά βάζαμε στη μέση μία ιδέα για τσιμπολόγημα. Να κάνουμε τηλεοπτική εκπομπή. Λέγαμε, βέβαια, ότι η εικόνα θα ήταν άθλια με δύο καραφλούς, μαυριδερούς μεσήλικες, αλλά σκεφτόμασταν ότι μπορεί το concept να δούλευε. Μπα, δεν μας ήθελε κανείς. Να γράψουμε ένα βαριετέ show -του είχε κολλήσει μία ιδέα με κάτι τύπους που ζουν σε χαρτόνια, εμένα δεν τρέλαινε, αλλά πήγαινα πάσο για να δω τι θα βγει. Έχουμε γράψει κάτι νούμερα Επιθεώρησης, αλλά ποιος ξέρει πού είναι, τα χάσαμε.
Συχνά δουλεύαμε μαζί στο γραφείο του, όπως δύο φοιτητές που, υποτίθεται, διαβάζουν παρέα. Και ο ένας ζητούσε από τον άλλον σπρώξιμο για ξεκόλλημα. Κάποιες φορές αλλάζαμε τους υπολογιστές. Γράψε το δικό μου να γράψω το δικό σου. Εγώ δεν κατάφερα να γράψω ούτε μία «μούφα». Και εκείνος τις περισσότερες φορές «κατέστρεφε» το δικό μου κείμενο βάζοντας μέσα τρολιές. Το μυαλό του Ζαχ εξέπεμπε σε άλλες συχνότητες, πιο ψηλές για τις συμβατικές μου κεραίες. Πίστευε ότι τα κείμενα του δεν έχουν το παραμικρό συναίσθημα. Του εξηγούσα ότι αυτό που κάνει δεν χρειάζεται να διεγείρει το συναίσθημα, αλλά τη σκέψη, φωτίζει τη γελοία πλευρά των πραγμάτων. Δεν του έφτανε. Στο τέλος όμως συμφωνούσε μαζί μου. «Δεν υπάρχει λόγος να γράφεις κάτι σοβαρό. Αν το κάνεις, πρέπει να έχει θυμό. Τα πράγματα είναι κατά βάση γελοία.»
Έχουμε κάνει απίστευτες κουβέντες οι δυο μας. Κρίμα που δεν κρατήσαμε ούτε λέξη. Γύρω από τη σόμπα να συζητάμε πώς χτίζεις ένα αστείο, προσπαθώντας να κωδικοποιήσουμε το χιούμορ -είχε κάνει και μία, ας πούμε, μελέτη πάνω στο εβραϊκό χιούμορ. Του άρεσε επίσης να αναλύει την αρχιτεκτονική των σεναρίων. Διότι, υποτίθεται, κάποια στιγμή θα γράφαμε και κανένα σενάριο να βρίσκεται. Εκεί που απέτυχε οικτρά ήταν στην προσπάθεια του να με πείσει ότι το Breaking Bad μπορούσε να σταθεί και ως κωμική σειρά. Όταν η κουβέντα έφτανε εκεί, ανέβαινα σπίτι μου για ύπνο. Αυτός κοιμόταν λίγο. Θα σηκωνόταν στις 07:00 για να πάει να πάρει τον γιο του, τον Ντέιβιντ, να τον πάει σχολείο. Ένα απόγευμα τον πήγα στο νοσοκομείο. Με πόνους στο στήθος. «Αγχος και κάπνισμα» του είπαν. Είχε φοβηθεί…
Γνωριστήκαμε το 2009. Με ραντεβού. Έξω από την εκκλησία του Αγίου Νικολάου στο Χαλάνδρι. Μας το κανόνισε η Ελίζα, η μητέρα του γιου του. Ήταν, περίπου, σαν προξενιό. Και ξεκινήσαμε να συχνάζουμε σε ένα παρακμιακό μπαρ στην πλατεία του Χαλανδρίου. Το μπαρ έκλεισε. Λογικό. Ήμασταν οι μοναδικοί πελάτες. Και από τότε τα πράγματα μας έφερναν μαζί. Στο Protagon, στην Athens Voice, στον Best, στον Φιλελεύθερο και σε ένα ραδιόφωνο που δεν θυμάται κανείς, όπου κάναμε τρίωρη εκπομπή για δύο μήνες. Εγώ βέβαια ήμουν μεγάλος fan του. Όχι από τις «Απορίες του ζαλισμένου Αθηναίου» που δεν με αφορούσαν και τόσο γιατί δεν είμαι και Αθηναίος. Αλλά από τα κείμενα του στο lifestyle περιβάλλον και τη δουλειά του στο Big Fish, στο περιοδικό του Πρώτου Θέματος. Και μετά στον Φιλελεύθερο, όταν δημιούργησε αυτό το «κάτι σαν φωτορομάντσο», έδειξε ότι δεν ήταν, απλώς, μπροστά. Ήταν αλλού. Ο Ζαχ ήταν ένας από τους πιο ευφυείς και χαρισματικούς ανθρώπους που γνώρισα στη ζωή μου. Ανεξάντλητος. Με τόσο βάθος που, αν τα κατάφερνες να καταδυθείς ως εκεί κάτω, θα έπρεπε να έρθεις αντιμέτωπος με τα σκοτάδια του. Τον θαύμαζα και τον αγαπούσα. Τελευταία η ζωή του έπαιρνε μία όμορφη στροφή. Και είχαμε χαθεί κάπως. Λες και ήθελε να το κάνει πιο εύκολο. Δεν τα κατάφερε.