Στα πρώτα κείμενα που γράφτηκαν δίπλα στις φλόγες της Επανάστασης ορίστηκε ότι Έλληνας είναι όποιος πιστεύει στον Χριστό και στην ορθόδοξη διδασκαλία. Η γλώσσα δεν είχε σημασία. Ας μιλούσε ελληνικά, αρβανίτικα ή βλάχικα. Αν ήταν ορθόδοξος, ήταν και Έλληνας. Η πίστη υιοθετήθηκε ως εθνικό κριτήριο. Δεν ήταν πρωτότυπο, συνέβη και αλλού.
Σήμερα η συνθήκη αυτή είναι αντιστραμμένη. Η θρησκεία έχει μικρότερη σημασία για τον προσδιορισμό του Έλληνα. Η γλώσσα όμως είναι βασικό στοιχείο προσδιορισμού, ειδικά για όσους κατοικούν στην Ελλάδα. Και σταδιακά το κοινωνικό κριτήριο μετατοπίζεται προς το αρχαιοελληνικό πρότυπο. Έλληνες είναι όσοι γεννήθηκαν εδώ, μετέχουν της παιδείας και κατέχουν τη γλώσσα. Δεν το έχουμε αποδεχθεί όλοι, αλλά οι μεταβάσεις αυτού του είδους χρειάζονται χρόνο. Πριν από μία γενιά θα ήταν δύσκολο να υπάρξει Αντεντοκούνμπο. Σήμερα υπάρχουν χιλιάδες συμπατριώτες μας με καταγωγή από την Αφρική αν και, δυστυχώς, κοινωνικά και οικονομικά βρίσκονται αντιμέτωποι με ένα πλέγμα ανισοτήτων. Ομοίως, πολλοί συμπατριώτες μας αντλούν την καταγωγή τους από την Ανατολική Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή και κάποιοι από το κέντρο της Ασίας. Αν η Ελλάδα ήταν ψηφιδωτό, θα διαπιστώναμε ότι τις τελευταίες δεκαετίες προστέθηκαν νέες, πολύχρωμες ψηφίδες. Αλλά και οι νέες γενιές των millenials έχουν χαοτικές διαφορές από τις γενιές των γονιών ή των παππούδων της.
Σκέφτομαι ότι όσο περνάει ο καιρός, τόσο γίνεται και πιο δύσκολη η περιγραφή του μέσου Έλληνα. Θεωρώ δε πιθανό ότι σε βάθος χρόνου θα εξαλειφθεί ο όρος. Με δεδομένα του προηγούμενου αιώνα η περιγραφή του μέσου Έλληνα δεν ήταν κάτι το δύσκολο. Έπαιρνες έναν κάτοικο της Λάρισας και τον έβαζες στη βιτρίνα. Πάνω-κάτω θα είχες πέσει μέσα ως προς τη μόρφωση, το εισόδημα, ακόμα και τις πολιτικές αντιλήψεις. Σήμερα, αλήθεια, ποιος είναι μέσος Έλληνας; Είναι σχετικά εύκολο να πεις πόσα βγάζει, αλλά θα δυσκολευτείς να φτιάξεις ένα μεγάλο ομοιογενές γκρουπ με πολλούς σαν και αυτόν. Κάποτε ήμασταν μυαλά που έβγαιναν από το ίδιο σχολικό καλούπι. Τώρα είναι αλλιώς.
Μέρες που είναι, αναρωτιέμαι αν η εθνική μνήμη και η ματιά προς το παρελθόν αρκούν για να διατηρήσουν ισχυρή τη συγκολλητική ουσία της συνοχής μας. Και ξέρω ότι πλέον υπάρχουν πολλοί ανάμεσά μας που δεν ριγούν με όσα βλέπουν αυτές τις ώρες γύρω τους. Δεν είναι απαραίτητο να πρόκειται για Έλληνες με ξενική καταγωγή. Γνωρίζω και αρκετούς πιτσιρικάδες που τα βαριούνται φριχτά όλα αυτά, δεν τους συγκινούν. Και διαπιστώνω ότι τελικά, όταν στοχαζόμαστε πάνω στα εθνικά, επιμένουμε εμμονικά στο παρελθόν, αποφεύγοντας να αναφερθούμε στα σύγχρονα που μας κάνουν υπερήφανους, στα λαμπρά κομμάτια της κοινής μας ζωής. Και προφανώς για αυτό ευθύνεται το κομματικό χρώμα που επενδύει τα πάντα σε αυτόν τον τόπο.
Θα σας φανεί περίεργο, αλλά όταν διέσχισα για πρώτη φορά τα τούνελ στα Τέμπη αισθάνθηκα εθνικά υπερήφανος. Ναι, μου συμβαίνει αυτό όταν βλέπω σύγχρονα εμβληματικά έργα ή επιτεύγματα ανθρώπων και φορέων που συνηθίζομε να εντάσσουμε στη σφαίρα του αυτονόητου. Στην Ελλάδα έχουμε μάθει να δοξάζουμε το παρελθόν και να απαξιώνουμε το παρόν μας. Λέμε ότι δεν είμαστε αντάξιοι ένδοξων προγόνων αν και ξέρουμε ότι και αυτοί ακόμα θα έμεναν εκστατικοί, γεμάτοι δέος, μπροστά σε αυτά που έχουμε πετύχει. Η Ελλάδα έχει καταφέρει τεράστιους άθλους σε λιγότερα από 200 χρόνια. Και όμως, δεν το θυμίζουμε στον εαυτό μας.
Η υπερηφάνεια για το παρελθόν συχνά μας οδηγεί σε παγίδες. Όμως η υπερηφάνεια για το παρόν, για όσα είδε κανείς στη ζωή του, θα μας χορηγούσε αυτοπεποίθηση και θα δημιουργούσε ένα καινούργιο, σύγχρονο εθνικό φρόνημα, κατανοητό και αποδεκτό από όλους. Ας γιορτάσουμε, κοιτάζοντας τον καθρέφτη, όχι μόνο τα κάδρα των προγόνων.